Αναζήτηση
logo
Ιστορική Αναδρομή

Περιοχή Δ.Ε. Σπερχειάδας

Ερευνώντας την ιστορική ταυτότητα της περιοχής μας θα αναφερθούμε στο κεφάλαιο αυτό και στην ιστορία της ευρύτερης περιοχής της κοιλάδας του Σπερχειού. Σ’ αυτόν τον ιστορικογεωγραφικό χώρο η περιοχή μας είχε μια αξιόλογη παρουσία και προσφορά και διεκδικεί με το μικρό ή μεγάλο ρόλο που διαδραμάτισε τη συμμετοχή της στο ιστορικό γίγνεσθαι της πατρίδας μας.

Προϊστορικά χρόνια

Η κοιλάδα του Σπερχειού ευρισκόμενη στο κέντρο του κορμού της Ελληνικής Χερσονήσου υπήρξε κατά τη μακραίωνη ιστορία της το σταυροδρόμι από όπου διήλθαν λαοί, πολιτιστικά ρεύματα και επιδρομείς από και προς όλες τις κατευθύνσεις. Παρόλο που η κοιλάδα, σαν γεωγραφική ενότητα, περιβάλλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από βουνά, εν τούτοις αυτό δεν αποτέλεσε εμπόδιο για  επικοινωνία με άλλες περιοχές της Ελλάδας. Τα άφθονα φυσικά περάσματα που ανοίγονται ανάμεσα στους ορεινούς όγκους επέτρεψαν τη διακίνηση ανθρώπων και ιδεών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Οι πρώτες ενδείξεις εγκατάστασης ανθρώπων στην κοιλάδα του Σπερχειού ανάγονται στη νεολιθική εποχή (5000-3000 π.Χ.). Τα μεμονωμένα πέτρινα εργαλεία και όστρακα που έχουν κατά καιρούς βρεθεί τοποθετούν την ύπαρξη του ανθρώπου την εποχή αυτή. Ο χώρος της κοιλάδας προσφέρει όλες τις προϋποθέσεις για τη διαβίωση του νεολιθικού ανθρώπου, δηλαδή εύφορες εκτάσεις για καλλιέργεια, νερό, κοντινά δάση για κυνήγι και κτηνοτροφία. Στο δυτικό τμήμα της κοιλάδας του Σπερχειού έχουν εντοπισθεί τρεις θέσεις νεολιθικών οικισμών και ένα νεολιθικό σπήλαιο. Οι οικισμοί βρίσκονται στο Λιανοκλάδι, στο Αμούρι και στη θέση Μηλοράχη ( βόρεια της Φτέρης, κοντά στο Σπερχειό). Το σπήλαιο έχει εντοπισθεί στη Φουρνοσπηλιά της Οίτης, πάνω από την Υπάτη. Επίσης όστρακα που έχουν  βρεθεί στην τοποθεσία Διασέριανη (ανατολικά της Σπερχειάδας) και στο Περιβόλι δείχνουν ότι και η κοιλάδα της Βίστριζας (αρχαίος Ίναχος) είχε κατοικηθεί την εποχή εκείνη. Οι νεολιθικοί κάτοικοι της περιοχής πιστεύεται ότι ανήκαν στα λεγόμενα προελληνικά φύλα, μεσογειακής προέλευσης, ίσως εκείνα που είναι γνωστά από τη μυθολογία με το όνομα Λέλεγες.

Η ανακάλυψη και η χρήση των μετάλλων και κυρίως του χαλκού σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας εποχής, της εποχής του χαλκού (3000-1100 π.Χ.).Στις πρώιμες φάσεις αυτής της εποχής ο άνθρωπος εξακολουθεί να ζει στο πλαίσιο του νεολιθικού μοντέλου παραγωγής, η επιβίωσή του και  η οικονομία του στηρίζονται στη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά η αναζήτηση της νέας ύλης, του χαλκού, τον ωθεί σταδιακά στην ανάπτυξη της ναυτιλίας, του εμπορίου και των Τεχνών. Στην κοιλάδα του Σπερχειού οι θέσεις όπου εντοπίζονται λείψανα αυτής της περιόδου συμπίπτουν γενικά με εκείνες της νεολιθικής εποχής. Τότε πιστεύεται ότι εγκαθίσταται στην περιοχή ένα  ινδοευρωπαϊκό φύλο, οι Δρύοπες, που χαρακτηρίζονται ως βαρβαρικός λαός και που σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση εκτοπίστηκαν από τον Ηρακλή.

Στην αρχή της 2ης χιλιετίας και της περιόδου που περιγράφεται ως Μεσοελλαδική (2000-1600 π.Χ.), εισβάλλουν στην Ελλάδα τα πρώτα ελληνόφωνα φύλα, ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Παρατηρούνται  τότε καταστροφές στους ήδη υπάρχοντες οικισμούς, οπισθοδρόμηση και γενικά στασιμότητα στην εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού που διαρκεί μέχρι το τέλος περίπου αυτής της περιόδου. Από τότε και εξής αρχίζει μια παρατεταμένη  περίοδος οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης του ελλαδικού χώρου. Οι νέοι εισβολείς φαίνεται ότι αφομοιώθηκαν ή συνεργάστηκαν με τους παλαιούς κατοίκους και αποκατέστησαν σταδιακά την επικοινωνία και το εμπόριο με τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Λείψανα της Μεσοελλαδικής εποχής βρίσκονται στο Περιβόλι, στο Λιανοκλάδι, στο Αμούρι, στη Φουρνοσπηλιά της Οίτης και στη θέση Μηλοράχη.

Η πρόοδος αυτή κορυφώνεται στην επόμενη φάση της εποχής του χαλκού, την καλούμενη Υστεροελλαδική (1600-1100 π.Χ.).Υπό την επίδραση αρχικά του Μινωικού και ύστερα του Κυκλαδικού πολιτισμού παρατηρούνται μεγάλες αλλαγές σε όλους τους τομείς και μπαίνουν τα θεμέλια του ελληνικού πολιτισμού των μετέπειτα αιώνων. Κάνει την εμφάνισή του ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, ο οποίος θεωρείται και είναι ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός της Ευρώπης. Εφευρίσκεται η πρώτη γραφή, η Γραμμική Β, διαμορφώνεται και παγιώνεται η θρησκεία με τη λατρεία των Ολύμπιων θεών, ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο, αναπτύσσεται το εμπόριο, ιδρύονται αποικίες, εκτελούνται μεγάλα έργα, οργανώνεται και λειτουργεί η πόλη-κράτος  κ.ά.

Η κοιλάδα του Σπερχειού  συνδέεται με τον επιφανέστερο ήρωα της ομηρικής Ιλιάδας, τον Αχιλλέα. Είναι γνωστό ότι στην αρχαιότητα ο ποταμός Σπερχειός ονομαζόταν «Διηπετής» , δηλαδή Διογέννητος. Λατρεύονταν ως θεός και θεωρούνταν προστάτης των κατοίκων της περιοχής. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η περιοχή (ή πόλη) Φθία ,που πολλές φορές αναφέρεται στον  Όμηρο, είναι ο χώρος της κοιλάδας του Σπερχειού. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Μυρμιδόνες και βασιλιάς τους ήταν ο Αχιλλέας, ο γιος του Πηλέα. Η ετεροθαλής αδελφή του Αχιλλέα, η Πολυδώρα, γέννησε το γιο του θεού Σπερχειού Μενέσθιο, ο οποίος στην πολιορκία της Τροίας πολέμησε ως ένας από τους  υπαρχηγούς του Αχιλλέα:

«… Είχε ο Αχιλλέας πενήντα γρήγορα καράβια που κυβέρνα,
ο λατρευτός του Δία, σαν έφτασε στην Τροία, και στο καθένα
πενήντα παλικάρια εκάθουνταν πάνω στο κουπί συντρόφοι.
Και πέντε κεφαλή τους έβαλε ρηγάρχες μπιστεμένους
να κυβερνούν, κι αυτός βασίλευε περίσσια πάνω απ’ όλους.
Στον πρώτο λόχο ο λαμπροθώρακος Μενέσθιος κυβερνούσε,
του Σπερχειού, του ουρανογέννητου, του ποταμού βλαστάρι.
Μια κόρη του Πηλέα τον γέννησε πανώρια, η Πολυδώρα,
θνητή, που με το θεό κοιμήθηκε, το Σπερχειό το γαύρο…»
( Ιλιάδα  Π 168-176)

Ο Αχιλλέας οδήγησε τους πολεμιστές του, τους Μυρμιδόνες, οι οποίοι χαρακτηρίζονται επίσης ως Αχαιοί και  Έλληνες ,στην Τροία πάνω σε πενήντα καράβια:

«… Και αυτοί όσοι κατοικούσαν το Πελασγικό Άργο,
και τον Άλο, την Αλόπη και την Τραχήνα,
και τη Φθία και την Ελλάδα με τις όμορφες γυναίκες,
και λέγονταν Μυρμιδόνες και Έλληνες και Αχαιοί,
αυτούς οδηγούσε με πενήντα καράβια ο Αχιλλέας…»
(Ιλιάδα   Β  681-685)

Στο Σπερχειό  έταξε ο Πηλέας, πριν αναχωρήσει ο γιος του για την Τροία, να προσφέρει τα μαλλιά του Αχιλλέα αν αυτός γύριζε ζωντανός από την εκστρατεία.  Όμως η μοίρα άλλα πρόσταζε. Κατά την ταφή του Πατρόκλου, ο Αχιλλέας έκοψε τα μαλλιά του και τα πρόσφερε στο νεκρό φίλο του λέγοντας:

«…Σπερχειέ, του κάκου αλήθεια σου ‘ταξε ο κύρης μου ο Πηλέας
στην ποθητή πατρίδα αν γύριζα εκεί πέρα, τα μαλλιά μου
στη χάρη σου να κόψω, κάνοντας θυσία τρανή από πάνω:
πενήντα κριάρια πλάι στους όχτους σου βαρβάτα να σου σφάξω,
πάνω στις πηγές, όπου ‘ναι το άλσος σου κι ο ευωδιαστός βωμός σου.
Τέτοια ευχή είχε κάμει ο γέροντας, μα εσύ το ναι δεν το ‘πες!
Τώρα που πίσω πια δεν έρχομαι στη γη την πατρική μου,
ας πάρει τα μαλλιά μου ο Πάτροκλος ο αντρόκαρδος μαζί του».
(Ιλιάδα  Ψ   144-151)

Στην κοιλάδα του Σπερχειού δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα ανακτορικά κέντρα ή άλλα μνημεία που να τεκμηριώνουν με βεβαιότητα ότι ο χώρος αυτός είναι η ομηρική ερίβωλος Φθία. Στην τοπική παράδοση αναφέρεται ότι στην τοποθεσία Καστρόρραχη (βόρεια της Φτέρης, πλησίον του Σπερχειού) βρέθηκε το ξίφος του Αχιλλέα και ότι βρέθηκαν επίσης εκεί πάσσαλοι και κρίκοι. Οι ονομασίες Λίμνη και Σκάλα σε γειτονικές τοποθεσίες οδηγούν στο συμπέρασμα, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, ότι εκεί βρίσκονταν οι λιμενικές εγκαταστάσεις των Μυρμηδόνων. Τα ευρήματα πάντως που έχουν προέλθει από διάφορες θέσεις, κυρίως από νεκροταφεία της περιοχής, πείθουν ότι η κοιλάδα ήταν τμήμα του  μυκηναϊκού κόσμου και επικρατούσαν  και εδώ οι ίδιες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες όπως στα υπόλοιπα μυκηναϊκά  κέντρα. Αυτή την εποχή την κοιλάδα κατέχουν οι Αχαιοί, οι οποίοι φαίνεται ότι από την Αχαΐα Φθιώτιδα εξαπλώθηκαν προς νότο, όπως μαρτυρούν οι αρχαίες παραδόσεις. Ο μύθος της εκδίωξης των Δρυόπων από τον Ηρακλή φαίνεται ότι απηχεί το πραγματικό γεγονός της κατάκτησης της κοιλάδας από τους Μυκηναίους Αχαιούς.

Ιστορικά χρόνια

Στις αρχές του 12ου π.Χ. αιώνα παρατηρείται μια εξασθένηση της δύναμης του μυκηναϊκού κόσμου. Η μυκηναϊκή    παράδοση  συνεχίζεται, όχι όμως με την ίδια ισχύ και  αίγλη. Εκείνη την περίοδο, καθυστερημένες ομάδες ελληνικών φύλων, που είχαν παραμείνει στο βορά, στο χώρο της Β. Πίνδου, στη ΒΔ Θεσσαλία, πιθανόν νομαδικού χαρακτήρα, μετακινούνται προς νότο και επωφελούμενα της αδυναμίας των μυκηναϊκών βασιλείων καταλαμβάνουν περιοχές που έχουν εγκαταλειφθεί ή εξασθενήσει. Μεταξύ των φύλων αυτών, που ήταν σχετικά ενήμερα του μυκηναϊκού πολιτισμού, συγκαταλέγονται οι Λοκροί, οι Φωκείς, οι Δωριείς, οι Αινιάνες κ.ά. Τότε πιστεύεται (12ος  π.Χ. αιώνας) ότι μπαίνουν  από βόρεια-βορειοδυτικά στην κοιλάδα του Σπερχειού οι Αινιάνες και εγκαθίστανται στην  περιοχή του άνω ρου του Σπερχειού, περί τον  Ίναχο ( Βίστριζα), ενώ οι Αχαιοί ωθούνται ανατολικά, προς τα παράλια. Ύστερα από μακροχρόνιες περιπλανήσεις και συγκρούσεις με τους Αχαιούς Φθιώτες, τους Λάπιθες, τους Ιναχιείς και τους Σπέρχειους, οι Αινιάνες πέτυχαν τελικά να εγκατασταθούν οριστικά στην περιοχή του Ιναχου και να κυριαρχήσουν για πολλούς αιώνες στο δυτικό μέρος της κοιλάδας που περικλείεται από τα βουνά Οίτη, Τυμφρηστός και Όθρη. Απόηχο των πολέμων των Αινιάνων  με τους Ιναχιείς, οι οποίοι κατοικούσαν στην περί τον Ίναχο περιοχή, αποτελεί και μια παράδοση που αναφέρει ο Πλούταρχος (Αίτια Ελληνικά ΧΙΙΙ ):

«Ένας χρησμός του Μαντείου των Δελφών είχε πει στους Αινιάνες και στους Ιναχιείς πως αν οι τελευταίοι δώσουν ένα κομμάτι της χώρας τους στους πρώτους θα τη χάσουν ολόκληρη, αν δε οι πρώτοι πάρουν από τους δεύτερους αυτό με τη θέλησή τους και χωρίς βία, θα κατακτήσουν ολόκληρη τη χώρα των Ιναχιέων. Έχοντας αυτό υπ’ όψιν του ο Τέμων – ανήρ ελλόγιμος των Αινιάνων – σοφίστηκε ένα έξυπνο κόλπο. Μεταμφιέστηκε σε ζητιάνο και με κουρελιασμένα ρούχα κι ένα σακούλι στον ώμο πήγε στο στρατόπεδο των Ιναχιέων και τους ζήτησε ελεημοσύνη. Οι στρατιώτες Ιναχιείς τον οδήγησαν στο βασιλιά τους Υπέροχο, που για να τον κοροϊδέψει του έδωσε για δώρο ένα σβόλι από χώμα γης του Ινάχου. Ο Τέμων το πήρε με μεγάλη χαρά και το έριξε συο σακούλι του. Η συμπεριφορά αυτή του Τέμονα παραξένεψε τους Ιναχιείς οι οποίοι θυμήθηκαν το χρησμό και συμβούλεψαν το βασιλιά τους να μην περιφρονήσει το ζητιάνο αλλά να διατάξει τη σύλληψή του. Αλλ’ ο έξυπνος Τέμων κατάλαβε αμέσως τις προθέσεις των Ιναχιέων κι έφυγε τρέχοντας και με την προστασία του θεού Απόλλωνα κατάφερε να φτάσει στο στρατόπεδο των Αινιάνων. Απ’ αφορμή το επεισόδιο αυτό  εμονομάχησαν ο βασιλιάς των Αινιάνων Φήμιος με το βασιλιά των Ιναχιέων Υπέροχο και κατά τη μονομαχία σκοτώθηκε ο δεύτερος. Έτσι μετά την ήττα και το θάνατο του βασιλιά τους οι Ιναχιείς δέχτηκαν την εγκατάσταση των Αινιάνων στη χώρα τους σαν θέλημα των θεών. Μ’ αυτό τον τρόπο τέλειωσαν οι πόλεμοι και οι περιπλανήσεις του λαού των Αινιάνων».

Το 12ο  π. Χ. αιώνα συντελείται  μια νέα τεχνολογική επανάσταση στον ελλαδικό χώρο με τη χρήση ενός νέου μετάλλου για όπλα και εργαλεία, του σιδήρου, που δίνει το όνομά του σε ολόκληρη την επόμενη εποχή, η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα. Ο επόμενος αιώνας, ο 11ος, αντιπροσωπεύει το μεταβατικό στάδιο από τον μυκηναϊκό πολιτισμό στον πολιτισμό της γεωμετρικής εποχής. Κατάλοιπα των ανθρώπων αυτών του 12ου και 11ου  αιώνα στην κοιλάδα του Σπερχειού προέρχονται από το Αρχάνι και τα Μάρμαρα.

Λίγα χιλιόμετρα νότια των Μαρμάρων βρέθηκε νεκροταφείο (11ος αιώνας) το οποίο έχει αναπτυχθεί κατά μήκος ενός περάσματος ορεινού που οδηγεί από τη Θεσσαλία δια μέσου της κοιλάδας του Σπερχειού και των ορεινών σχηματισμών της δυτικής Οίτης προς τη Δωρίδα και την Αιτωλία. Ολοι σχεδόν οι τάφοι είναι ενταγμένοι σε τύμβους ιδιότυπους και όχι κλασσικού τύπου. Πιθανότατα οι νεκροί είναι Δωριείς ή Ηρακλείδες και ανήκαν σε κάποια ορεινά φύλα που παρέμειναν για λίγο διάστημα στην περιοχή εκείνη. Πολλοί ιστορικοί και αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι μετά την εξασθένηση του μυκηναϊκού κόσμου ορεινά φύλα, εκμυκηναϊσμένα έως ένα βαθμό που διατηρούν όμως και έντονα τοπικά στοιχεία, στα μέσα του 12ου π.Χ. αιώνα προσελκύονται από τις εγκαταλελειμμένες περιοχές του μυκηναϊκού κόσμου και μετακινούνται νοτιότερα. Η κάθοδος αυτή που έγινε με βραδύ ρυθμό και δεν είχε τον χαρακτήρα οργανωμένης εκστρατείας προκάλεσε αλλοιώσεις στη σύνθεση των πληθυσμών, όπου εγκαταστάθηκαν και αναστατώσεις. Το ότι οι νεκροί των Μαρμάρων  είναι φορείς μυκηναϊκών  και ντόπιων στοιχείων όπως διαπιστώθηκε αλλά και το ότι δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν πολεμιστές ενισχύουν την άποψη ότι ανήκουν σε κάποια από αυτά τα φύλα ή σε κάποια καθυστερημένη δωρική ομάδα.

Από το 12ο αιώνα και μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια οι Αινιάνες ή Αινιείς, όπως προαναφέρθηκε, κυριαρχούσαν στην κοιλάδα του Σπερχειού. Παρουσιάζονται σαν λαός με ιστορική αυθυπαρξία και εξέλιξη και με ξεχωριστή πολιτική αυτονομία και πολιτειακή οργάνωση. Από την εποχή της οριστικής τους εγκατάστασής τους στη Φθιώτιδα διατήρησαν την αυτονομία και την ανεξαρτησία τους. Στη νέα τους χώρα ζούσαν  ειρηνικά με τους γείτονές τους Αιτωλούς, Δόλοπες, Μαλιείς και Λοκρούς με τους οποίους δημιούργησαν την Οιταία Αμφικτυονία, που αργότερα μεγαλώνοντας περιέλαβε και άλλους λαούς και αποτέλεσε τη μεγάλη αμφικτυονία των ελληνικών λαών με μόνιμη έδρα τους Δελφούς (Παυσανίας Χ.8). Μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα ζούσαν κάπως πολιτικά εξαρτημένοι από τους Θεσσαλούς, έκτοτε όμως ζούσαν τελείως ανεξάρτητοι και αυτόνομοι και σαν φίλοι των Αθηναίων και εχθροί των Σπαρτιατών. Η χώρα τους, η Αινίδα, ήταν χωρισμένη σε χωριά ή κώμες από τις οποίες ως σημαντικότερες αναφέρονται οι: Υπάτη (Ύπατα), Ερυθος,  Κοροφαί, Ερυθραί, Λαπίθειον, Πύρρα, Κυθήρα, Φύραξ, Μακρά Κώμη, Σπερχειαί, Λάτυια, Σωσθενίς. Παρά το γεγονός ότι διαβιούσαν σε χωριστούς οικισμούς διατηρούσαν  μέσα τους βαθιά τη συνείδηση του κοινού φυλετικού δεσμού τους, της κοινής ιστορίας τους, των κοινών βιοτικών αναγκών και κινδύνων που τους οδήγησε στο να ιδρύσουν  κοινή ομοσπονδιακή διοίκηση και πολιτεία. Η ομοσπονδία των Αινιάνων πήρε την τελειότερη μορφή της κατά τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα, τότε που χτίστηκε η Υπάτη σαν πρωτεύουσά τους. Η ομοσπονδιακή αυτή πολιτεία είχε την ίδια σχεδόν πολιτειακή μορφή και οργάνωση των «κοινών» των άλλων ελληνικών φύλων και ονομάστηκε «Κοινόν των Αινιάνων». Κάθε κώμη εξέλεγε κάθε χρόνο, ανάλογα με τον πληθυσμό της, ορισμένο αριθμό αντιπροσώπων στην ομοσπονδία. Αυτοί έβγαζαν πέντε ανώτατους άρχοντες τους «Αινιάρχες» οι οποίοι αποτελούσαν τη διοίκηση και την εκτελεστική εξουσία της ομοσπονδίας. Από τον 4ο π.Χ. αιώνα οι Αινιάνες έκοβαν δικά τους νομίσματα.  Το «Κοινόν των Αινιάνων» καταργήθηκε το 27 π.Χ. από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο και υπάχθηκε στο «Κοινόν των Θεσσαλών».

Στην ιστορική τους διαδρομή οι Αινιάνες πήγαν με το μέρος των Περσών  κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων, τους οποίους βοήθησαν και στρατιωτικά (Ηρόδοτος Ζ 132,185,Η 27-31). Στον Πελοποννησιακό πόλεμο συμμάχησαν με τους Αθηναίους εναντίον των Λακεδαιμονίων (Θουκυδίδης V 51). Πήραν μέρος, μαζί με τους Δόλοπες, στην εκστρατεία του Κύρου εναντίον του αδελφού του Αρταξέρξη (Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις Α 2,6 ). Πήραν επίσης μέρος στην εισβολή των Θηβαίων, με αρχηγό τον Επαμεινώνδα, στην Πελοπόννησο. Στο Λαμιακό πόλεμο βοήθησαν τους Αθηναίους και κατά την εισβολή των Γαλατών  το 279 π. Χ. για να γλιτώσουν τη χώρα τους οδήγησαν τους επιδρομείς εναντίον των Φωκαέων και των άλλων Ελλήνων που φύλαγαν τα στενά των Θερμοπυλών από το ίδιο μονοπάτι που οδήγησε ο Εφιάλτης τους Πέρσες. Αργότερα οι Αινιάνες υποτάχθηκαν στους  Μακεδόνες και στους Αιτωλούς και τέλος μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα στους Ρωμαίους. Στη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας έσβησε και η παρουσία τους σαν ξεχωριστό ελληνικό φύλο. Από την επιμιξία Αινιάνων  και Αιτωλών προήλθαν οι Υπαταίοι, ένας καινούριος λαός με πρωτεύουσα την Υπάτη η οποία γνώρισε μεγάλη ακμή στους κατοπινούς χρόνους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της βυζαντινής εποχής αλλά και της Τουρκοκρατίας.

Όπως προαναφέρθηκε, η Υπάτη γύρω στο 334 π.Χ. πέρασε στην κυριαρχία των Μακεδόνων και το 274 π.Χ. σ’ εκείνη της Αιτωλικής Συμμαχίας. Το 198 π.Χ. οι Αιτωλοί, στην εκστρατεία τους προς τη Θεσσαλία, κατέστρεψαν τις πόλεις Σπερχειαί και Μακρά Κώμη  που όπως φαίνεται ήταν ταγμένες υπέρ των Μακεδόνων. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος (ΧΧΧΙΙ 12,10 ) αναφέρει ότι οι Αιτωλοί ,το καλοκαίρι του έτους 198 π.Χ., «κατέστρεψαν την περιοχή γύρω από τη Σπέρχεια και τη Μακρά, η οποία ονομάζεται Κώμη ,και ότι συνέχισαν την πορεία τους προς τη Θεσσαλία…». Στα 190 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατέλαβαν και λεηλάτησαν τις πόλεις της κοιλάδας του Σπερχειού. Με τη νέα οργάνωση του ελληνικού χώρου από τον αυτοκράτορα Οκταβιανό Αύγουστο, γύρω στα 30 π.Χ., ολόκληρη η κοιλάδα ανήκε στη Θεσσαλική Φθιώτιδα. Η Υπάτη έζησε τη μεγαλύτερη ακμή της μετά το 168/67 π.Χ., ως πρωτεύουσα της αυτόνομης συμμαχίας των Αινιάνων, η οποία ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους. Στα ιστορικά γεγονότα της περιόδου εκείνης  καταγράφεται και η ληστρική επιδρομή των Γαλατών το 279 π.Χ., οι οποίοι τελικά εξολοθρεύτηκαν από τους Αιτωλούς. Η παράδοση αναφέρει ότι στο ζυγό που ενώνει τα βουνά Οξυά και Τυμφρηστό, πάνω από τα Πουγκάκια, στην τοποθεσία Κοκκάλια, οι Αιτωλοί νίκησαν και κατέστρεψαν ένα μεγάλο τμήμα του γαλατικού στρατού που επέστρεφε από το αιτωλικό χωριό Κάλλιο.

Στο δυτικό τμήμα της κοιλάδας του Σπερχειού αναφέρονται και οι πόλεις Σπερχειαί, Μακρά Κώμη, Σωσθενίς και Λάτυια, οι οποίες δε γνωρίζουμε αν μετείχαν στο «Κοινόν των Αινιάνων». Η πόλη Σπερχειαί ή Σπέρχειαι αλλά και Σπέρχεια, εκτός από το Λίβιο μνημονεύεται και από το γεωγράφο Πτολεμαίο (Ι, 12) ο οποίος την τοποθετεί ανατολικά της Υπάτης, κοντά στις εκβολές του Σπερχειού. Σε μια επιγραφή στους Δελφούς, όπου αναγράφονται οι θεοροδώκοι, αναφέρεται και ο Μέμνων, ο γιος του Ξενάρχου, από τη Σπέρχεια. (Δελτίο ελλην. Αλληλογραφίας, έτος  V II, 1882, σ.191). Στην επιστημονική λογοτεχνία η αρχαία Σπέρχεια ταυτίζεται με την Καστρόρραχη. Η Καστρόρραχη είναι ένας μικρός λόφος νότια του Σπερχειού, απέναντι από τη Βίτολη. Οι δυο κορυφές του λόφου περικλείστηκαν από ένα τείχος που ο τρόπος κατασκευής του μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι χτίστηκε γύρω στα 300 π.Χ. Στο λόφο αυτό αλλά και στο γειτονικό λόφο Μηλόραχη έχουν βρεθεί όστρακα νεολιθικής εποχής. Στην Καστρόρραχη βρέθηκαν επίσης και όστρακα της τοπικής κοκκινωπής κεραμικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, καθώς και πολλά θραύσματα μεγάλων αποθηκευτικών πιθαριών  και κεραμιδιών. Στην τοποθεσία «Ελληνικά», μεταξύ  Φτέρης και Παλαιοβράχας  και σε ένα λόφο ύψους περίπου 600 μ. από τον οποίο μπορεί κανείς να επιβλέπει ένα μεγάλο μέρος  της κοιλάδας, σώζονται ερείπια τείχους ,πιθανότατα χτισμένο και αυτό το 300 π.Χ. Οι τοποθεσίες Καστρόρραχη και Ελληνικά έχουν κηρυχθεί αρχαιολογικοί χώροι με αποφάσεις της Νομαρχίας Φθιώτιδας που δημοσιεύτηκαν σε ΦΕΚ. Πολύ κοντά, νοτιοδυτικά της Ανω Φτέρης, βρέθηκε το 1972 ένα άγαλμα της Αφροδίτης το οποίο χρονολογείται στον 1ο π.Χ. αιώνα και το οποίο βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Λαμίας. Πρόσφατη ιστορική έρευνα του Γερμανού αρχαιολόγου dr Wolfang Schurmann υιοθετεί την άποψη ότι οι λόφοι Καστρόρραχη και  Ελληνικά λόγω της σχετικά περιορισμένης έκτασής τους πρέπει να ήταν μόνο φρούρια. Ο dr Wolfang Schurmann  υποστηρίζει ότι η Σπέρχεια ήταν μια σπουδαία σχετικά πόλη και κατείχε μια αρκετά μεγάλη έκταση, στοιχεία που δεν ταιριάζουν με τα δυο προαναφερθέντα φρούρια. Την τοποθετεί δε στο λόφο Διασέργιαννη, που βρίσκεται ανατολικά της Σπερχειάδας. Εκεί βρέθηκαν πολυάριθμα όστρακα που χρονολογούνται από τη 2η π.Χ. χιλιετία τουλάχιστον έως και τη ρωμαϊκή εποχή, άφθονα θραύσματα από κεραμίδια και βαρίδια αργαλειού που πιστοποιούν την ύπαρξη μεγάλου οικισμού που άκμασε κυρίως τα ελληνιστικά χρόνια.

Η Μακρά Κώμη βρίσκονταν πάνω από τη σημερινή Μακρακώμη σε δυο λόφους, όπου αργότερα χτίστηκε το εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. Στην αρχαία λογοτεχνία η Μακρά Κώμη αναφέρεται μόνο σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα καταστροφή από τους Αιτωλούς. Η πόλη ήταν ιδιαίτερα σπουδαία διότι έλεγχε τη  στενή διάβαση δια μέσου της Γιαννιτσούς προς τη Θεσσαλία. Σώζονται ακόμα σημαντικά υπολείμματα τείχους, ενισχυμένου με πύργους, μήκους περίπου 1550 μ. Η χωριστά περιτειχισμένη ακρόπολη βρίσκονταν στον ψηλότερο λόφο που έχει ύψος 485 μ. Δεν μας είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε η πόλη. Το τείχος χρονολογείται στα 300 π.Χ. περίπου, όπως βεβαιώνεται από τα όστρακα που βρέθηκαν. Άλλα ευρήματα που να μεταθέτουν την ίδρυση της πόλης νωρίτερα δε μας είναι γνωστά. Χαρακτηριστικά είναι τα ντόπια πήλινα ελαφρά ψημένα σκεύη σε κοκκινωπό χρώμα, τα οποία βρίσκονται σε όλες τις αρχαίες τοποθεσίες της κοιλάδας και παράγονται έως και τη ρωμαϊκή εποχή.

Η Σωσθενίς (Σεσθωνίς) εικάζεται ότι βρίσκονταν επί της αριστερής όχθης του ποταμού Ινάχου (Βίστριζα) κοντά στον Αγιο Σώστη, καθόσον ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ  την αναφέρει ως Αγισυστίνη. Πιθανότατα κτίσθηκε μετά το 279 π.Χ., προς τιμήν του Μακεδόνα στρατηγού Σωσθένη, ο οποίος πολέμησε γενναία και κατατρόπωσε τους εισβολείς Γαλάτες. Στην ίδια επιγραφή των Δελφών που προαναφέρθηκε αναγράφεται και η φράση «Εν Σωσθενίδι Φειδίας Αγρολέωνος». Μνημονεύεται επίσης και από το γεωγράφο Πτολεμαίο.

Η Λάτυια βρίσκονταν πιθανόν στο  άνω μέρος της κοιλάδας. Μαρτυρία για την πόλη αυτή έχουμε από μια επιγραφή επί λίθου των ελληνιστικών χρόνων που βρέθηκε στην Υπάτη και στην οποία αναφέρεται ότι η πόλη Λάτυια ιδρύθηκε από τον Υπαταίο Σώσανδρο. (Δελτίο ελλην. Αλληλογραφίας ,έτος Ι. 1877, σελ. 119).

Κοντά στο Περιβόλι και τον Ίναχο ποταμό υπήρχε ένας αρχαίος οικισμός, τα υπολείμματα του οποίου βρέθηκαν μπροστά από τη βόρεια είσοδο του χωριού. Βρέθηκαν όστρακα από καλής ποιότητας αγγεία που μαρτυρούν την ύπαρξη του οικισμού και στη μυκηναϊκή εποχή (2η χιλιετία π.Χ.). Επίσης υπάρχουν δείγματα σχεδόν όλων των ειδών κεραμεικής της 1ης χιλιετίας π.Χ., όπου πάλι παρατηρείται μια ακμή στην περίοδο μετά τον 4ο αιώνα π.Χ. Σ’ αυτή την εποχή (4ο-3ο αι. π.Χ.) χρονολογείται και το σπουδαιότερο μνημείο που βρέθηκε ως τώρα στη δυτική περιοχή της κοιλάδας του Σπερχειού, ένας μεγάλος τάφος κτισμένος από καλοδουλεμένους τετραγωνισμένους ογκόλιθους. Ανήκει στο λεγόμενο μακεδονικό τύπο με θολωτή στέγη. Το εσωτερικό των τοίχων ήταν καλυμμένο με κονίαμα και πιθανόν ζωγραφισμένο.

Στο Γαρδίκι και στη θέση «Μάρμαρα» σώζονται ερείπια αρχαίου κτίσματος που έχει τη μορφή φρουριακού συγκροτήματος. Κατασκευάστηκε πιθανότατα από τους Αιτωλούς. Επίσης μικρής έκτασης οχύρωση σε σχήμα Π, που πρέπει να ανήκει στην ελληνιστική περίοδο, βρέθηκε 4 χλμ ΝΑ των Μαρμάρων, από την οποία και πήρε το όνομά του το χωριό.

Οι οχυρώσεις κατά σειρά Μαρμάρων, Περιβολίου, Ελληνικών, Καστρόρραχης, Μακρακώμης και η μορφολογία του εδάφους μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπήρχε οδική αρτηρία που ένωνε δια μέσου της κοιλάδας του Σπερχειού την Αιτωλία και τη Δωρίδα με τη Θεσσαλία. Ο δρόμος αυτός, ακολουθώντας την πορεία του Ινάχου παρέκαμπτε από ανατολικά τα υψώματα του Γουλινά και από έναν αυχένα μεταξύ Οίτης και Βαρδουσίων οδηγούσε στη Δωρίδα. Τη διαδρομή αυτή φαίνεται να ακολούθησαν οι Αιτωλοί το 198 π.Χ. στην εκστρατεία τους προς τη Θεσσαλία .

Κλείνοντας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι κάτοικοι της κοιλάδας του Σπερχειού, καθ’ όλη την ιστορική τους διαδρομή, υπήρξαν φορείς και κοινωνοί πολιτισμικών φαινομένων στη διαμόρφωση των οποίων δεν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, αλλά ευρισκόμενοι πάνω σε ένα σταυροδρόμι δέχτηκαν και επηρεάστηκαν από όλα τα ρεύματα της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας.

Ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια

Στα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας η περιοχή η Δυτική Φθιώτιδα  ανήκε, όπως και όλη η Φθιώτιδα, στην επαρχία Αχαϊας που είχε πρωτεύουσα την Κόρινθο. Η Υπάτη ήταν και τότε η σπουδαιότερη πόλη της περιοχής. Τη χάρη της, τη λαμπρότητά της ,καθώς και την τερπνότητά της πολλές φορές εξύμνησαν Ρωμαίοι ποιητές. Στα χρόνια του Νέρωνα (54-68 μ.Χ.) κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Υπάτη ο Ηρωδίων, συγγενής του αποστόλου Παύλου και ένας από τους εβδομήκοντα αποστόλους. Ο Ηρωδίων χειροτονήθηκε επίσκοπος Νέων Πατρών, ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και τους Ιουδαίους της πόλης και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

Κατά τους πρώτους αιώνες μ.Χ. η περιοχή ακολουθεί την τύχη ολόκληρης της επαρχίας, τόσο από διοικητικής, όσο και από εκκλησιαστικής πλευράς. Το 396 και το 398  η Φθιώτιδα δεινοπάθησε από την επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου, μάλιστα δε η Λαμία γνώρισε μεγάλη καταστροφή. Το 431 στη Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσσου συμμετείχαν και οι επίσκοποι Λαμίας Σεκονδιανός και Υπάτης Παυσιανός, όπως αναφέρουν τα πρακτικά.

Στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565) ο Γεωγράφος Ιεροκλής αναφέρει στο σύγγραμμά του «Συνέκδημος» ότι τότε στο Βυζαντινό κράτος υπήρχαν 64 επαρχίες και 912 πόλεις. Για τη Φθιώτιδα αναφέρει 3 πόλεις, Λαμία, Ύπατα, Εχίναιον (Εχινός) που ανήκαν στην επαρχία Θεσσαλίας. Το 539 ή 540 έγινε από βορά η πρώτη μεγάλη σλαβική επιδρομή που ανάγκασε τον Ιουστινιανό να οχυρώσει με ισχυρά τείχη τη Θεσσαλία και βέβαια και την Υπάτη.

Το 577 εκατό χιλιάδες περίπου Σλάβοι πολεμιστές, Σκλαβηνούς τους αποκαλούσαν οι  Βυζαντινοί, προερχόμενοι από περιοχές νότια του Δούναβη ,εισέβαλλαν και λεηλάτησαν το μεγαλύτερο μέρος του ελλαδικού χώρου. Αυτό επαναλήφθηκε κι άλλες φορές. Η εισβολή αυτή των Σλάβων υπήρξε η αφορμή να διατυπώσει ο Γερμανός ιστορικός Φαλμεράιερ τη γνωστή ανθελληνική θεωρία του ότι τότε συντελέστηκε η εξόντωση και η εξαφάνιση της ελληνικής φυλής. Η θεωρία βέβαια αυτή ανασκευάστηκε πολύ εύκολα από Έλληνες και ξένους ιστορικούς και ερευνητές. Τα μόνα ίχνη από την εισβολή και παραμονή Σλάβων στην περιοχή μας είναι τα διάφορα ονόματα που σώζονται μέχρι σήμερα, όπως χωριών (Μούστροβο, Λιάσκοβο, Σμόκοβο, Μάντετση, κ.ά.), ποταμών (Βίστριζα), ζώων και αντικειμένων (ασβός, γκουστέρα, ζουλάπι, βαγένι, καρβέλι, κοτέτσι, κρινί, σανός, σβάρνα, στάνη, τσαντήλα κ.ά.) ,καθώς και μερικά άλλα (δραγάτης, τσέλιγκας, στάνη, βάβω, λουγκάς).

Το 869, στην Οικουμενική Σύνοδο της Κων/πόλεως, αναφέρεται στα πρακτικά για πρώτη φορά η Λαμία ως Ζητούνι και το 879 πάλι στην Οικουμενική της Κων/πόλεως αναφέρεται η Υπάτη πάλι ως Νέα Πάτρα.

Επιδρομές και μάλιστα επικίνδυνες στη χώρα μας έκαναν και οι Βούλγαροι. Ηττήθηκαν όμως οριστικά το 995 στο Σπερχειό από το στρατηγό του αυτοκράτορα Βασιλείου Βουλγαροκτόνου Νικηφόρο Ουρανό κι έτσι απαλλάχτηκε η κυρίως Ελλάδα και η Πελοπόννησος από τη βουλγαρική κυριαρχία. Ξένοι περιηγητές μας πληροφορούν  ότι στα μετέπειτα χρόνια η περιοχή μας ονομαζόταν Βλαχία. Βλάχος στα σλαβικά σημαίνει βοσκός και εικάζεται ότι προέρχονταν από λατίνους αποίκους ή από εκρωμαϊσθέντες Έλληνες. Επί αυτοκρατορίας Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118)  στη Μητρόπολη Νέων Πατρών υπάγονταν και οι Επισκοπές Κουτσιάγρου, Σιβίκτου και Βαριάνης. Κατά το Γάλλο περιηγητή Πουκεβίλ (Ταξίδια στην Ελλάδα, τόμος 3ος ,σελ. 66) έδρα της Επισκοπής Κουτσιάγρου ήταν τα Στίρφακα, της Σιβίκτου η Αγυσιστίνη (Άγιος Σώστης) και της Βαριάνης η Μακρακώμη.  Μετά την άλωση της Πόλης το 1204  από τους Σταυροφόρους και τη διανομή των εδαφών  από τους Φράγκους συστήθηκε η βαρωνεία του Ζητουνίου που υπαγόταν στο βασίλειο της Θεσσαλονίκης και το 1275 περιήλθε στην κυριαρχία των Κομνηνών Αγγέλων, ηγεμόνων του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Το 1319 η περιοχή καταλήφθηκε από τους Καταλάνους Ισπανούς μέχρι το 1393. Τότε  ιδρύθηκε το δουκάτο Νέων Πατρών και οχυρώθηκε και το φρούριο της Λαμίας. Το 1393 ο επίσκοπος Ζητουνίου Σάββας παρακινούμενος από μίσος και φανατισμό κατά των Λατίνων προσκάλεσε τους Τούρκους και κατέλαβαν τη Λαμία. Το 1402 ο δεσπότης της Πελοποννήσου Θεόδωρος κατέλαβε τη βαρωνεία Ζητουνίου  για να την επανακαταλάβουν για δεύτερη φορά οι Τούρκοι με το Μωάμεθ Α? το 1416. Το 1423 ο Κατακουζηνός Στραβομύτης απάλλαξε την περιοχή από τον τουρκικό ζυγό, η οποία προσαρτήθηκε στο κράτος της Κων/πόλεως. Το 1444 ο Κων/νος Δραγάσης, γιος του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ, καταλαμβάνει το Ζητούνι στην προσπάθειά του να αναστήσει στην Πελοπόννησο το Βυζάντιο, το οποίο βρισκόταν ,ήδη, στο τέλος του. Μάταια όμως γιατί το 1446 το Ζητούνι και μέχρι το 1470 ολόκληρη η Φθιώτιδα υποτάχθηκαν οριστικά σους Τούρκους. Σθεναρή αντίσταση προέβαλαν οι Τυμφρήστιοι οι οποίοι τελικά παραδέχτηκαν την τουρκική εξουσία δια συμβιβασμού, εξασφαλίζοντας κάποια προνόμια, όπως  μικρό φόρο και αυτοδιοίκηση.

Οι Τούρκοι για να διοικούν καλύτερα τις κατακτημένες περιοχές τις χώρισαν σε επαρχίες, σαντζάκια και καζάδες. Πολλές επαρχίες μαζί αποτελούσαν σαντζάκιο, όπου υπήρχε έδρα μεγάλης μονάδας τουρκικού στρατού. Οι καζάδες ήταν μικρές δικαστικές περιφέρειες, όπου είχε την έδρα του ο καδής (δικαστής). Η επαρχία Πατρατζικίου ( Νέων Πατρών) ανήκε στο σαντζάκιο Ναυπάκτου και η επαρχία Ζητουνίου στο σαντζάκιο Ευρίπου (Εύβοιας). Κάποια χωριά του Τυμφρηστού ανήκαν στην επαρχία Αγράφων και στο σαντζάκιο Τρικάλων αντίστοιχα. Στον καζά Νέων Πατρών, στα χρόνια του Αλή Πασά, υπάγονταν τα τότε χωριά: Πατρατζίκι, Λιανοκλάδι, Αμούρ, Μεξιάτες, Περιβόλια, Στέρφικα, Ζιέλι, Παλιούρι, Γδαρμένη Ράχη, Βαρμπόπη, Κούρνοβο, Καλαμάκι, Σκόρλια, Λιτόσελο, Ζόπσι, Στρεμνού, Καμπιά, Συκέα, Τζούκα, Καστανιά, Μάντετζη, Ζήμνιανη, Μπρούφλιανη, Ροβολιάσι, Χαλίζη, Πάλα, Αγιοσώστης.

Κάθε πόλη, κωμόπολη, χωριό ή και ομάδα χωριών αποτελούσε κοινότητα που είχε νομική οντότητα. Τη διοίκηση ασκούσε η δημογεροντία. Οι δημογέροντες ονομάζονταν πρόκριτοι ή προεστοί. Οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν κοτσαμπάσηδες ,οι οποίοι συνήθως ήταν οι μεγαλύτεροι ακτήμονες και διατηρούσαν ισόβια αυτόν τον τίτλο. Έργο τους η είσπραξη των φόρων και η επίλυση κάθε διοικητικής και μικροαστικής διαφοράς. Οι ποινικές υποθέσεις ήταν αρμοδιότητα του καδή.

Από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας άρχισε η μετανάστευση πληθυσμών προς τις χώρες του εξωτερικού ,αλλά και η εσωτερική μετακίνηση από τα καμποχώρια προς τα ορεινά και δυσπρόσιτα μέρη και η ίδρυση χωριών, τα περισσότερα των οποίων διατηρούνται και σήμερα.  Τα καμποχώρια οι Τούρκοι τα διαίρεσαν σε τσιφλίκια και τα μοίρασαν στους αξιωματούχους μουσουλμάνους. Η σημερινή Σπερχειάδα ήταν τσιφλίκι Τούρκου αγά, γιαυτό και η πρώτη ονομασία του χωριού ήταν, μέχρι το 1904, Αγά. Αυτή η κατάσταση των τσιφλικιών διατηρήθηκε καθόλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας  και αποτέλεσε τον κανόνα για όλα σχεδόν τα χωριά της Φθιώτιδας. Οι Τούρκοι άφηναν τους σκλαβωμένους Έλληνες, τους ραγιάδες, να κατέχουν σπίτια, κτήματα και ζώα, αλλά έπρεπε να πληρώνουν φόρο. Φόρο επίσης πλήρωναν όλοι οι ραγιάδες για να γλιτώνουν το κεφάλι τους, τον λεγόμενο κεφαλικό. Στα ορεινά χωριά η γη ανήκε στο Σουλτάνο. Σπάνια αξιωματούχος πατούσε το πόδι του εκεί πάνω να φυτέψει  κανένα δέντρο και ν’ αποκτήσει κυριότητα. Συνήθης ήταν η δια της βίας αρπαγή των περιουσιών. Για το λόγο αυτό πολλοί δώριζαν τα κτήματά τους στην Εκκλησία, στην οποία οι κατακτητές είχαν παραχωρήσει το προνόμιο να έχει τη δική της αναπαλλοτρίωτη περιουσία. Τα κτήματα αυτά ο λαός τα αποκαλούσε «βακούφια». Αρκετά τέτοια κτήματα κατείχε η Μονή Αγάθωνος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το χωριό Μούσδροβο. Οι χωρικοί επίσης πλήρωναν ως φόρο για τα γεωργικά τους προϊόντα το ένα πέμπτο της παραγωγής τους. Για να είναι δε νόμιμες οι πωλήσεις  περιουσιακών στοιχείων εκδίδονταν από τον καδή τίτλοι ιδιοκτησίας, τα χοτζέτια. Ως αξιόλογη κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα στην περιοχή ,τους δύσκολους εκείνους καιρούς, αξίζει να αναφέρουμε το παζάρι που γινόταν στην τοποθεσία που σήμερα αποκαλείται «Διπόταμο» ή «Αλλαή». Βρίσκεται στη συμβολή των παραποτάμων της Βίστριζας Σμοκοβίτη και Γαρδικιώτη. Εκεί υπάρχει ένα πλάτωμα όπου οι ορεινοί αντάλλαζαν τα προϊόντα τους με τους καμπίσιους. Ήταν το παζάρι της εποχής.

Σημαντικό ιστορικό λόγο διαδραμάτισαν την περίοδο εκείνη τα μοναστήρια της περιοχής. Η Μονή Αγάθωνος, χτισμένη σε μια δασώδη πλαγιά της Οίτης, στα 1400 περίπου, από το μοναχό Αγάθωνα, ήταν λημέρι των αρματωλών της περιοχής Κοντογιανναίων. Εκεί καθ΄ όλη τη διάρκεια της σκλαβιάς λειτουργούσαν Κρυφό Σχολειό και η περίφημη Σχολή Αγάθωνος. Στη σχολή αυτή ,που από το 1742 μεταφέρθηκε στην Υπάτη, δίδαξαν επιφανείς λόγιοι της εποχής και εκπαιδεύτηκαν πάρα πολλοί μοναχοί, ιερείς και κάτοικοι της γύρω περιοχής. Η πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής  καταστράφηκε ολοσχερώς σε μια επιδρομή του Ομέρ Βρυώνη.

Προεπαναστατικά, κυρίαρχη κλεφταρματωλική ομάδα στην περιοχή ήταν αυτή των Κοντογιανναίων, με έδρα το Πατρατζίκι. Πρώτος καπετάνιος του αρματωλικιού ο Σπανός και τελευταίος ο Μήτσος Κοντογιάννης. Στα 1770 περίπου ορίστηκε αρματωλός Πατρατζικίου ο Γιάννης Κοντογιάννης, που πήρε το επώνυμο αυτό επειδή ήταν πολύ κοντός, καταγόμενος από το Βάλτο. Στα 1795 τον διαδέχτηκε ο γιος του Μήτσος, ο οποίος το 1807 έχασε το αρματωλίκι από τους Κατσουδαίους.

Οι Κατσουδαίοι, αξιόμαχη κλεφταρματωλική ομάδα, είχε αρχηγό τον Τριαντάφυλλο Κατσούδα ,από τη Φτέρη. Ήταν για σαράντα περίπου χρόνια το φόβητρο των Τούρκων σε ολόκληρη την περιοχή. Έχοντας σαν ορμητήριο το Γουλινά oι Κατσουδαίοι στρατολογούσαν κλέφτες από τα ορεινά χωριά κι έκαναν συχνές επιδρομές στα τουρκοκρατούμενα χωριά του κάμπου. Ο πανούργος Αλή Πασάς για να απαλλαγεί απ? αυτούς πρότεινε στον Κατσούδα φιλία και συμμαχία και τον αναγνώρισε αρχηγό του αρματωλικιού Πατρατζικίου, αφαιρώντας την αρχηγία από το Μήτσο Κοντογιάννη. Λίγα  χρόνια αργότερα ο Αλής προσκάλεσε τον Κατσούδα στα Γιάννενα υποσχόμενος ανανέωσης της αρχηγίας. Αντί όμως για υπόσχεση ο Κατσούδας βρήκε τραγικό θάνατο. Λίγες μέρες νωρίτερα ο υπαρχηγός του Κατσούδα Φλώρος με 17 παλικάρια του παρασύρθηκαν σε παγίδα από το δερβέναγα του Αλή Μουχτάραγα κοντά στον Άγιο Σώστη και αποκεφαλίστηκαν όλοι, πλην ενός. Αυτό ήταν το άδοξο τέλος των Κατσουδαίων (Λάμπου Ανδρέα: «Ιστορία Φτέρης -Φθιώτιδος» Αθήνα 1973, σελ. 40-59).

Στα 1812 ο Κοντογιάννης ξαναπήρε το αρματωλίκι του ,δίνοντας εγγυήσεις στον Αλήπασα. Σημειώνεται ότι από το 1790 περίπου η Φθιώτιδα αλλά και όλη η Ρούμελη ήταν τσιφλίκι του Πασά των Ιωαννίνων.

Περίοδος της Επανάστασης

Το Μάρτιο του 1821 ξέσπασε η Επανάσταση και μετά τις πρώτες επιτυχίες των Ελλήνων, οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας Διάκος, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς συναντήθηκαν τον Απρίλιο στις Κομποτάδες  με σκοπό  να αποφασίσουν για το μέλλον του Αγώνα στην περιοχή της Φθιώτιδας. Στη σύσκεψη αυτή προσκλήθηκε και ο οπλαρχηγός της Υπάτης Μήτσος Κοντογιάννης, αλλά αυτός προφασιζόμενος ότι είναι ανέτοιμος αρνήθηκε να συμμετάσχει. Οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν τη συνέχιση του αγώνα, τη θανάτωση όλων των συλληφθέντων μέχρι τότε Τούρκων αιχμαλώτων, την κατάληψη της Λαμίας και της Υπάτης, καθώς και την αναχαίτιση της μεγάλης τουρκικής στρατιάς  προερχόμενης από τη Θεσσαλία, που με αρχηγούς τον Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ θα διήρχετο από τη Λαμία με προορισμό την Πελοπόννησο, για την καταστολή της Επανάστασης. Στις 18 Απριλίου οι τρεις οπλαρχηγοί με τη συνδρομή του Κοντογιάννη, ο οποίος τελικά πείστηκε να λάβει μέρος στην Εξέγερση, πολιόρκησαν την Υπάτη που την υπεράσπιζαν 800 Τούρκοι και Αλβανοί στρατιώτες. Οι εχθροί  αντιστάθηκαν πεισματικά αλλά τελικά αναγκάστηκαν να διαπραγματευθούν την παράδοση της πόλης, η οποία όμως δεν έγινε ποτέ γιατί στο μεταξύ κατέφθασε η στρατιά των Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ και στρατοπέδευσε στον κάμπο του Λιανοκλαδιού. Έτσι ούτε η Υπάτη καταλήφθηκε, αλλά και ούτε η επίθεση εναντίον της Λαμίας πραγματοποιήθηκε έγκαιρα, λόγω κωλυσιεργίας του Κοντογιάννη. Οι οπλαρχηγοί διασκορπίστηκαν και ο Αθανάσιος Διάκος βρήκε μαρτυρικό θάνατο στην Αλαμάνα.

Οι επόμενες πολεμικές συγκρούσεις  καταγράφονται την άνοιξη του 1822. Η πολυάριθμη στρατιά του Δράμαλη που κατέβαινε από τη Λάρισα προς την Πελοπόννησο, στρατοπέδευσε για λίγο διάστημα στον φθιωτικό κάμπο. Τον Απρίλιο οι οπλαρχηγοί Πανουργιάς, Κοντογιάννης, Σκαλτσοδήμος και Σαφάκας επιχείρησαν ξαφνική νυχτερινή έφοδο στην Υπάτη για να συλλάβουν ζωντανό το Δράμαλη, που ξεκουραζόταν εκεί και παραλίγο να τα καταφέρουν. Το Μάιο οι Σκαλτσοδήμος, Δυοβουνιώτης, Σαφάκας, Κοντογιανναίοι, Γιολδασαίοι, με τη συνδρομή του Μωραϊτη οπλαρχηγού Νικηταρά και με 3.000 στρατιώτες επιχείρησαν κατάληψη της Υπάτης. Ο Δράμαλης όμως έριξε στη μάχη άφθονο στρατό και ματαίωσε τα σχέδια των Ελλήνων τους οποίους και  διασκόρπισε στα γύρω βουνά. Η Υπάτη ήταν πολύ καλά οχυρωμένη από τους Τούρκους γιατί βρισκόταν σε πλεονεκτική στρατηγική θέση, καθόσον ήλεγχε τη διάβαση από τη Φθιώτιδα προς τη Βοιωτία και τη Φωκίδα και αντίστροφα. Στη συνέχεια ο Δράμαλης διέταξε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή για να την απαλλάξει από τους επαναστάτες, ώστε απερίσπαστος να συνεχίσει το δρόμο του προς το Μωριά. Ο Μήτσος Κοντογιάννης, ο Ανδρίτσος Σαφάκας και άλλοι μικρότεροι καπεταναίοι, όπως ο Χαλμούκης, ο Φαρμάκης, ο Πιστιόλης και ο Σελιανίτης Αντρέας Σπανός, κατέφυγαν στη Σέλιανη (τα σημερινά Μάρμαρα), οχύρωσαν το χωριό και περίμεναν τα τούρκικα αποσπάσματα. Οι μάχες κράτησαν 8 μέρες και τελικά οι Τούρκοι έκαμψαν την αντίσταση των υπερασπιστών και προέβησαν σε λεηλασίες και καταστροφές. (βλ. Η μάχη της Σέλιανης)

Τον Αύγουστο του ιδίου έτους,ισχυρή τουρκική δύναμη επιχείρησε να διασχίσει το Μακρυκάμπι για να φθάσει στη Φωκίδα, αλλά βρήκε το δρόμο κλειστό και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω και να αλλάξει διαδρομή. Το Μακρυκάμπι είναι ένα πανέμορφο οροπέδιο πάνω στην Οίτη και τα χρόνια εκείνα χρησιμοποιήθηκε ως λημέρι των Κοντογιανναίων και των οπλαρχηγών Λιδωρικίου Σκαλτσοδήμου και Κραβάρων Σαφάκα (καταγόταν από τη Μπρούφλιανη). Οι ιστορικοί της Επανάστασης αναφέρουν μάχες στο Μακρυκάμπι τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1824 και το 1827. Οι ιστορικοί επίσης αναφέρουν μάχες το 1823 και 1824 στο Αγά (σημερινή Σπερχειάδα) και στο Κλωνί εναντίον του Τελεχά Μπέη.

Οι Κοντογιανναίοι διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή μας κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Ο Μήτσος Κοντογιάννης ήταν η ψυχή της Επανάστασης στην επαρχία του  Πατρατζικίου. Κατηγορήθηκε από πολλούς ότι καθυστέρησε να λάβει μέρος σ΄ αυτήν. Όμως πολέμησε με ηρωϊσμό  σε πολλές μάχες και μάλιστα κλείστηκε, παρά τη μεγάλη ηλικία του,  στο Μεσολόγγι, παίρνοντας μέρος στην Έξοδο. Δαπάνησε μεγάλα ποσά στον Αγώνα και πέθανε το 1847 στην Άνω Καλλιθέα, σε βαθιά γηρατειά. Κοντά του πολέμησαν με γενναιότητα τα παιδιά του Βαγγέλης και Νικολός (σκοτώθηκε το 1823), καθώς και  τ’ ανίψια του Νικολάκης και Σπύρος. Ο τελευταίος, που σκοτώθηκε το 1825 μέσα στο Μεσολόγγι, θεωρείται ως κυρίως υπεύθυνος για το ξεκλήρισμα των Χαντζισκαίων του Μαυρίλλου. Στα μετεπαναστατικά χρόνια απόγονοί των διετέλεσαν δήμαρχοι Σπερχειάδος και βουλευτές.

Το Σεπτέμβριο του 1828, ισχυρή δύναμη 3.000 Τουρκαλβανών με αρχηγό τον Ασλάμπεη, ξεκίνησε από το Πατρατζίκι  με προορισμό να απελευθερώσει τους πολιορκημένους Τούρκους της Λουμποτινάς (σημερινή άνω Χώρα), πρωτεύουσας των Κραβάρων. Σχεδίαζαν να φτάσουν εκεί δια μέσου Γαρδικίου και Γραμμένης Οξυάς τσακίζοντας στο πέρασμά τους κάθε ελληνική αντίσταση. Στο διάσελο της Οξυάς τους επιτέθηκε με 400 άντρες ο Σουλιώτης χιλίαρχος Κίτσος Τζαβέλας, που είχε εντολή από το Δημήτριο Υψηλάντη να απελευθερώσει πάση θυσία τις περιοχές Κραβάρων και Λιδωρικίου. Η μάχη κράτησε 4 ώρες, οι Τουρκαλβανοί νικήθηκαν και υποχώρησαν προς το Γαρδίκι,  ανασυντάχθηκαν στου Βλαχιώτη το μνήμα και συνέχισαν την πορεία τους δυτικότερα, αφήνοντας πίσω τους 100 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. (βλ. Οξυά και Σαράνταινα).

Στη συνέχεια ο Τζαβέλας με το χιλίαρχο Γιάννη Σκρέτα κατέβηκαν προς τη Φθιώτιδα, ενώθηκαν με το Βαγγέλη Κοντογιάννη και κατέλαβαν όλη την περιοχή, νότια του Σπερχειού και δυτικά της Βίστριζας, υλοποιώντας την εντολή του Κυβερνήτη Καποδίστρια να απελευθερωθούν όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές, εν όψει των διαπραγματεύσεων με τους Τούρκους για τα σύνορα του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους. Μετά τη μάχη της Πέτρας (12 Απριλίου 1829) και την υπογραφή στο Λονδίνο από τις Μεγάλες Δυνάμεις του Πρωτοκόλλου για την κατάπαυση των εχθροπραξιών (3-2-1830), η κατάσταση στην κοιλάδα του Σπερχειού ήταν συγκεχυμένη. Όρια δεν είχαν ακόμη χαραχτεί, Τούρκοι εισέρχονταν σε απελευθερωμένα ελληνικά εδάφη και αντιστρόφως, ενώ συμμορίες ληστών λήστευαν τουρκικά χωριά. Ο Καποδίστριας έστειλε τον Κων/νο Μεταξά, ως έκτακτο επίτροπο ανατολικής Στερεάς, ο οποίος κατόρθωσε να επιβάλει την τάξη. Ευρισκόμενος ο Μεταξάς, τον Οκτώβριο του 1829 στη Σέλιανη, συγκάλεσε επαρχιακή συνέλευση και σύστησε την Επαρχιακή Ελληνική Δημογεροντία Πατρατζικίου, η οποία θα διοικούσε τον τόπο που βρισκόταν σε ελληνικά χέρια εν ονόματι της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Την αποτέλεσαν οι Κωνσταντής Γαρδίκης, Χριστόφορος Τζιάπης, Ιωάννης Ζυγούρης και Νίκος Φτέρης, ο οποίος διορίστηκε από το Μεταξά και ειρηνοδίκης. Η έδρα της Δημογεροντίας μεταφέρθηκε λίγους μήνες αργότερα στη Φτέρη και τον Οκτώβριο του 1830 στο Αγά.

Η ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας της Φθιώτιδας καθυστέρησε αρκετά γιατί οι Τούρκοι επέμειναν να κρατήσουν το Ζητούνι και τα σύνορα όσο το δυνατόν νοτιότερα. Ο εύφορος φθιωτικός κάμπος και η θέση- κλειδί του Ζητουνίου, έκαναν την ομώνυμη επαρχία φιλονικούμενη περιοχή. Χρειάστηκαν πολύμηνες και σκληρές διαπραγματεύσεις και διαβουλεύσεις ώστε να οριστούν τα τελικά σύνορα μεταξύ Τουρκίας και ελληνικού Βασιλείου. Το τελευταίο και οριστικό πρωτόκολλο υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 18/30 Αυγούστου 1832 και καθόριζε ότι το προς βορράν έδαφος του νομού και της Ελλάδος έφτανε ως την κορυφή της Όθρης και έβγαινε στην κορυφή του Τυμφρηστού (γραμμή Παγασητικού- Αμβρακικού). Για να μείνει στην ελληνική Επικράτεια και η βόρεια περιοχή του Σπερχειού, πληρώθηκαν στους Τούρκους 10.000.000 γρόσια επιπλέον του ποσού των 30.000.000, που είχαν συμφωνηθεί να πληρωθούν ως αποζημίωση με σύνορα όμως το Σπερχειό ποταμό. Στις 14/26 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, η Οθωμανική Πύλη αποδέχτηκε την τελική ρύθμιση των ελληνοτουρκικών συνόρων. Στις 10 Φεβρουαρίου 1833 και αφού είχαν καθοριστεί τα όρια λεπτομερώς από μεικτή επιτροπή, εκδόθηκε β.δ. «περί  καταλήψεως της Φθιώτιδας», σύμφωνα με τη χαραχθείσα οροθετική γραμμή. Στις 28 Μαρτίου, ελληνικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Ζητούνι και η περιοχή μας, απελευθερωμένη με τα όπλα από το 1828, συμπεριλήφθηκε  τελικά στο νεοελληνικό κράτος.

Σε άλλο κεφάλαιο ο αναγνώστης θα βρει κατάλογο αγωνιστών του 1821. Τους αντιγράψαμε από το πολύ αξιόλογο βιβλίο του συμπατριώτη συγγραφέα κ. Νίκου Αντωνόπουλου «Η Δυτική Φθιώτιδα στη φωτιά του 21», προϊόν μακρόχρονης έρευνας στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

Περίοδος 1833-1881

Με την άφιξη του νεαρού βασιλιά Όθωνα, άρχιζε η μεγάλη προσπάθεια ανόρθωσης του κράτους. Την περίοδο αυτή την περιοχή μας απασχόλησε σημαντικά το γαιοκτησιακό καθεστώς, το πρόβλημα δηλαδή διαδοχής της κυριότητας. (Βλέπε το σχετικό κεφάλαιο)

Η περιοχή μας, σαν παραμεθόριος, δεινοπάθησε την περίοδο εκείνη από τη ληστοκρατία. Έργο των ληστών, που έβρισκαν καταφύγιο στο τουρκικό έδαφος ή και σε νομάδες κτηνοτρόφους, ήταν οι αρπαγές, οι απαγωγές, οι λεηλασίες και οι φόνοι. Το επίσημο τότε κράτος προσπάθησε με τα όπλα αλλά και με νομοθετικά μέτρα να την καταπολεμήσει. Το 1833 ιδρύθηκε η Χωροφυλακή, το 1835 η Φάλαγγα- στην οποία εντάσσονταν κυρίως καπετάνιοι και αγωνιστές του 21- και το 1838 το Στρατοδικείο Λαμίας, για την εκδίκαση υποθέσεων ληστείας. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα κρούσματα ληστείας σημειώθηκε στο Γαρδίκι, τον Ιανουάριο του 1868. Η συμμορία του Αρβανιτάκη συνέλαβε ομήρους το δάσκαλο και τους μαθητές του σχολείου, ζητώντας λύτρα από τους γονείς. Αφού σκότωσαν δύο παιδιά, οι ληστές απελευθέρωσαν τελικά τους αιχμαλώτους.

Άλλες συμμορίες που έδρασαν στην περιοχή μας ήταν του Καλαμάτα, του Κολότσου, του Φονιά, του Μπέλεχα, του Κελεπούρη, του Αγραφιώτη κ.α.

Στα ιστορικά γεγονότα εκείνης της περιόδου επίσης καταγράφονται το κίνημα φιλελεύθερων αξιωματικών της Φθιώτιδας το 1848 κατά της Οθωνικής Μοναρχίας και η εισβολή, το 1854, εθελοντών αξιωματικών της Φάλαγγας και αγωνιστών του 21 στη θεσσαλία, με σκοπό την απελευθέρωσή της. Και στις δύο αυτές αποτυχημένες απόπειρες συμμετείχε και ο συνταγματάρχης Βαγγέλης Κοντογιάννης.

Περίοδος 1881-1940

Το Μάρτιο του 1881, το Συνέδριο του Βερολίνου, που συνήλθε μετά τη λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-1878), αποφάσισε την παραχώρηση της Θεσσαλίας-πλην της Ελασσόνας- στην Ελλάδα. Έτσι η οροθετική γραμμή μετατοπίστηκε από την Όθρη βορειότερα. Τον Απρίλιο του 1897, η πατρίδα μας επιπόλαια και ανέτοιμη επιτέθηκε στην Τουρκία. Ο ολιγάριθμος και ανοργάνωτος στρατός μας γρήγορα υποχώρησε και ένα μεγάλο τμήμα Θεσσαλών προσφύγων πλημμύρισε τη Φθιώτιδα. Αρκετοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν για πολλές μέρες στη Φτέρη, προκαλώντας μεγάλες ζημιές στη γεωργική καλλιέργεια της περιοχής.

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908) πολλοί συμπατριώτες μας κατατάχθηκαν εθελοντές στα σώματα των Μακεδονομάχων και αρκετοί έχασαν και τη ζωή τους.

Στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13), αλλά και στην άτυχη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-22), εκατοντάδες αξιωματικοί και οπλίτες έδωσαν το παρόν στο εθνικό προσκλητήριο, με πολλούς νεκρούς και τραυματίες.

Περίοδος 1941-44

Στο έπος του 40, κληρωτοί και έφεδροι συμπατριώτες μας, όπως όλοι οι Έλληνες, έκαναν το καθήκον τους στα ηπειρωτικά και αλβανικά βουνά. Διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου ήταν τότε ο Ιωάννης Πιτσίκας, από την Άνω Καλλιθέα. Το ίδιο και στα οχυρά της Μακεδονίας, κατά τη γερμανική επίθεση. Στις 20 Απριλίου του 1941, ανήμερα του Πάσχα, οι Γερμανοί έμπαιναν στη Λαμία και άρχιζε για ολόκληρη τη Φθιώτιδα η διπλή Κατοχή.

Στο μεγαλύτερο διάστημα της γερμανοϊταλικής Κατοχής η περιοχή μας βρισκόταν υπό τον έλεγχο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Στη Σπερχειάδα, από την άνοιξη του 1941 μέχρι την άνοιξη του 1942, στρατοπέδευε ένα ιταλικό τάγμα ιππικού, που αντικαταστάθηκε από ένα γερμανικό. Από το φθινόπωρο, το γερμανικό αυτό τάγμα είχε έδρα το Καστρί. Στο διάστημα αυτό, στη Σπερχειάδα και στα γύρω χωριά, είχαν αρχίσει μυστικά οι διεργασίες για οργανωμένη αντίσταση κατά των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους. Κορυφώθηκαν το Μάιο του 1942, όταν στην Καλύβα του Στεφανή, 2 χλμ. βόρεια της Σπερχειάδας, σχηματίστηκε ο πρώτος πυρήνας της οργανωμένης ένοπλης αντίστασης. Πρωτεργάτες ο Θανάσης Κλάρας (Άρης Βελουχιώτης), οι Σπερχειαδίτες Φώτης Μαστροκώστας (Θάνος) και Στέφανος Στεφανής, καθώς και οι Νίκος Λέβας, Βασίλης Ξηροτρούλιας. Το ιστορικό αυτό γεγονός, αποτέλεσε την κύρια αιτία για να αναγνωρισθεί το 1989, από την κυβέρνηση Εθνικής Συμφιλίωσης Τζανή Τζανετάκη, η Κοινότητα Σπερχειάδας σε δήμο, με το π.δ. 595/21-12-1989, για λόγους ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας. Πολλοί ήταν αυτοί που ακολούθησαν τον Βελουχιώτη ή πλαισίωσαν τα εφεδρικά και ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ, καθώς και τις μυστικές αντιστασιακές ομάδες και οργανώσεις.

Μέχρι τις αρχές του 1943, δεν είχαμε στην περιοχή μας αξιόλογες στρατιωτικές επιχειρήσεις και συμπλοκές. Στις 10 Μαρτίου του ’43, αντάρτες του ΕΛΑΣ έφεραν στη Σπερχειάδα αιχμαλώτους τους Σαράφη, Κωστόπουλο, Κωστορίζο-ηγετικά στελέχη ένοπλων αντιστασιακών οργανώσεων- με τους συντρόφους τους. Την άλλη μέρα οι Σαράφης, Κωστόπουλος οδηγήθηκαν στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ, ενώ ο αεροπόρος Κωστορίζος με 3 συντρόφους του παραπέμφθηκαν σε δίκη, με την κατηγορία της επιορκίας και λιποταξίας. Στο ανταρτοδικείο, που είχε στηθεί στο καφενείο του Κοκαλιά, η δίκη κράτησε 3 μέρες και καταδικάστηκαν όλοι σε θάνατο. Εκτελέστηκαν , πλην ενός, στην Άνω Καλλιθέα, μαζί με 4 ζωοκλέφτες.

Η πρώτη μεγάλη γερμανική επιδρομή εκδηλώθηκε τον Απρίλιο, σε αντίποινα της εκτέλεσης 11 Γερμανών αξιωματικών και στρατιωτών στην Κολοκυθιά. Ήταν φρουροί στο ξυλουργικό εργοστάσιο Πλατυστόμου και είχαν συλληφθεί από τους αντάρτες. Οι επιδρομείς, αφού έκαψαν κάποια σπίτια στη Μακρακώμη, έφθασαν και στην έρημη από κατοίκους Σπερχειάδα, πυρπόλησαν λίγα σπίτια και αποχώρησαν. Οι Σπερχειαδίτες, σε όλες τις επιδρομές, εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και κατέφευγαν για ασφάλεια στις πλαγιές του Γουλινά και στα γύρω ορεινά χωριά.

Στα μέσα περίπου του 1943, με απόφαση της επιτροπής του ΕΑΜ Στερεάς, μαζεύτηκαν στο Γαρδίκι νομικοί απ’ όλη τη Στερεά Ελλάδα για να ρυθμίσουν το θέμα της Λαϊκής Εξουσίας. Θεσπίστηκαν  μεταξύ των άλλων τότε, οι θεσμοί του Συμβουλίου Λαϊκής Αυτοδιοίκησης, της Λαϊκής Δικαιοσύνης και των διαφόρων Λαϊκών Επιτροπών (με αρμοδιότητα την επισιτιστική, τη σχολική την εκκλησιαστική μέριμνα και λαϊκή ασφάλεια των ελεύθερων περιοχών). Από το καλοκαίρι επίσης το Γαρδίκι ήταν το κέντρο της Ελεύθερης Ελλάδας, αφού εκεί είχε την έδρα της η 13η Μεραρχία του ΕΛΑΣ, το Τάγμα Θανάτου και πολλές άλλες βοηθητικές υπηρεσίες.

Στις 11 Νοεμβρίου, γερμανικό σύνταγμα από τη Λαμία, που είχε προορισμό το Καρπενήσι και αποστολή την αποδιοργάνωση των αντάρτικων ομάδων της δυτικής Φθιώτιδας και τη συλλογή του οπλισμού των Ιταλών, που είχαν στο μεταξύ παραδοθεί, στο πέρασμά του από τη Σπερχειάδα και τα γύρω χωριά, έκαψε σπίτια και σκότωσε άμαχους.

Το Μάιο του 1944, επίλεκτη γερμανική μονάδα με γερμανοτσολιάδες και μαύρους(Μαροκινούς), επιχείρησε αιφνιδιαστική επίθεση στη Μακρακώμη και στη Σπερχειάδα, όπου παρέμεινε λίγες μέρες, προβαίνοντας σε βιαιοπραγίες σε βάρος των λίγων αμάχων που είχαν απομείνει εκεί. Τελικά εκδιώχτηκαν από το 42ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ που κατέφθασε από το Μαυρολιθάρι.

Στις 18 Ιουνίου του 1944, τμήματα των Ες Ες, από αυτά που είχαν πάρει μέρος στη σφαγή του Διστόμου και της Υπάτης, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στη Σπερχειάδα, με την υποστήριξη πυροβολικού. Οι Σπερχειαδίτες δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν και κρύφτηκαν στα σπίτια και στα υπόγεια. Ο λόχος των ανταρτών που υπεράσπιζε την κωμόπολη αμύνθηκε μέχρι το μεσημέρι. Όταν έσβησε και η τελευταία εστία αντίστασης, οι Γερμανοί συνέλαβαν όλους σχεδόν τους άντρες και τα γυναικόπαιδα και στη συνέχεια ανατίναξαν και πυρπόλησαν τα περισσότερα σπίτια και κτίρια. Πάνω από τριάντα άμαχοι σκοτώθηκαν ή κάηκαν, ενώ από θαύμα γλίτωσαν και οι τριακόσιοι περίπου αιχμάλωτοι.

Η τελευταία μεγάλη γερμανική επιδρομή έγινε τον Αύγουστο. Οι Γερμανοί με πολυάριθμη και επίλεκτη δύναμη πραγματοποίησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ευρείας εκτάσεως σε ολόκληρη τη Δυτική Φθιώτιδα, που κράτησαν περίπου 10 μέρες. Προξένησαν μεγάλες καταστροφές στη Σπερχειάδα και σε πολλά χωριά, κυρίως  έκαψαν σπίτια, σοδειές και γεννήματα. Στις 12 Αυγούστου, τα Ες Ες συνέλαβαν στον Άγιο Δημήτριο Κλωνίου 32 πατριώτες από τη Σπερχειάδα και το Κλωνί και τους οδήγησαν στις φυλακές της Γκεστάπο, στη Λαμία. Γλίτωσαν την εκτέλεση με παρέμβαση του Σπερχειαδίτη αυτοκινητιστή Κώστα Τσαρούχα και του γιατρού Λουκά Τσαγκάρη προς το Γερμανό φρούραρχο  Λαμίας.

Η περιοχή μας απαλλάχτηκε από τη γερμανική κατοχή στις 18 Οκτωβρίου του 1944, τη μέρα που οι κατακτητές αποχώρησαν από τη Λαμία.

Το φθινόπωρο του ’43, μετά την παράδοση των Ιταλών στους πρώην συμμάχους τους Γερμανούς, ήρθαν στη Σπερχειάδα και στα γύρω χωριά πάνω από 100 Ιταλοί στρατιώτες, οι οποίοι φιλοξενήθηκαν για ένα εικοσάμηνο περίπου από ντόπιες οικογένειες.

Σημαντική για την περιοχή, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ήταν και η συμβολή του εφεδρικού Συντάγματος του ΕΛΑΣ Δυτικής Φθιώτιδας. Το πλαισίωναν μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί, με διοικητή το Σπερχειαδίτη ταγματάρχη του Ελληνικού Στρατού Θανάση Παπαγιαλιά και το οποίο πριν από κάθε επιδρομή ή επιχείρηση πραγματοποιούσε επιστράτευση. Είχε κατά καιρούς έδρα τη Σπερχειάδα, το Γαρδίκι, τη Φτέρη, τη Λαμία, την Καλοσκοπή Φωκίδας και η δύναμή του έφτανε μέχρι τους 1500 άντρες. Από τα αρχεία του εφεδρικού συντάγματος παραθέτουμε πίνακα με τα θύματα και τις καταστροφές που προξένησαν οι Ιταλογερμανοί στην περιοχή μας. (Κώστα Καραγιώργου «Η Ρούμελη στις φλόγες», Αθήνα1979, σελ. 291-292) :

Χωριά Πυρποληθέντα σπίτια Καμένοι αχυρώνες Εκτελεσμένοι πολίτες
Σπερχειάδα 700 35
Παλιοβράχα 180 9
Κλωνί 75 4
Λευκάδα 136 122 1
Φτέρη 118 2
Καμπιά 51
Άνω Καλλιθέα 10
Κάτω Καλλιθέα 7
Δίλοφο 29
Μεσοποταμία 2
Ανατολή 53 2
Γαρδίκι 94 74
Πίτσι 5 4
Κανάλια 1 3
Άγιος Σώστης 2
Περιβόλι 6

 

Περίοδος 1945-49

Η απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή βρήκε τον ελληνικό λαό διχασμένο, σε μια στιγμή που περισσότερο από κάθε άλλη φορά χρειαζόταν ομόνοια και ενότητα. Από τα χρόνια ακόμα της Κατοχής η εθνική αντίσταση δεν ήταν ενωμένη. Είχαν αρχίσει προστριβές που κατέληξαν σε διαμάχες ανάμεσα στις παρατάξεις, τις οποίες υπέθαλψαν και οι σύμμαχοι, αφού ο καθένας τους ενδιαφερόταν να εξασφαλίσει για λογαριασμό του την επιρροή του στην Ελλάδα, μετά τη λήξη του πολέμου. Μοιραία επακολούθησε ο τραγικός για την πατρίδα εμφύλιος του 1944-45 και 1946-49. Η περιοχή μας, όπως όλη η ύπαιθρος χώρα, προσπαθούσε σπασμωδικά να ξαναβρεί τον ειρηνικό και ανοδικό ρυθμό της, μέσα στο μαρασμό και τα ερείπια. Η συμμαχική βοήθεια(ΟΥΝΡΑ), που αποτελούνταν κυρίως από τρόφιμα, πρώτες ύλες και μέσα μεταφορών, παρόλες τις αδικίες κατά την κατανομή της, ανακούφιζε κάπως τους ταλαιπωρημένους κατοίκους. Το κλίμα της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας το τροφοδοτούσαν οι συχνές εμφανίσεις παρακρατικών ομάδων, οι οποίες με την ανοχή του επίσημου κράτους επιδίδονταν σε βίαιες και τρομοκρατικές πράξεις, πολλές φορές σε βάρος αθώων πολιτών.

Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1947, δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού και αντάρτικες δυνάμεις αλληλοδιαδέχονταν η μία την άλλη στην  περιοχή και η Σπερχειάδα θεωρούνταν «νεκρή ζώνη». Από την πλευρά των ανταρτών, ολόκληρη περιοχή ανήκε στη ζώνη ευθύνης της 2ης μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού, με διοικητή τον υποστράτηγο Διαμαντή(Γιάννη Αλεξάνδρου). Τη Σπερχειάδα και την ευρύτερη περιοχή της υπεράσπιζαν, εκτός από δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού, δυνάμεις της Χωροφυλακής, ΜΑΥ(Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου) και το ΑΜΑΚ( Ανεξάρτητο Μεταβατικό Απόσπασμα Κρανιά). Το αποτελούσαν έφεδροι αξιωματικοί και πρώην αντάρτες και το συγκρότησε ο αν/χης του Εθνικού Στρατού Αριστείδης Κρανιάς.

Από το φθινόπωρο του 1946 μέχρι το Μάιο του 1947, στην ορεινή περιοχή σημειώθηκαν αρκετές μάχες και συμπλοκές με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Η πρώτη μεγάλη επίθεση του Δημοκρατικού Στρατού κατά της Σπερχειάδας σημειώθηκε τη νύχτα της 7 προς 8 Φεβρουαρίου του 1947. Αποκρούστηκε με επιτυχία από τους αμυνόμενους με συνολικό απολογισμό 32 νεκροί  και δεκάδες τραυματίες και αιχμάλωτοι και από τις δύο πλευρές(Κρανιά Αριστείδη: «Αντί του μάνα χολήν» Αθήνα 1973, σελ. 58-59). Η δεύτερη μεγάλη επίθεση κατά της Σπερχειάδας πραγματοποιήθηκε αιφνιδιαστικά τη Μεγάλη Παρασκευή. Οι αντάρτες έκαμψαν την αντίσταση της φρουράς, μπήκαν στην κωμόπολη και φεύγοντας άδειασαν και τις αποθήκες της ΟΥΝΡΑ. Είναι αδιευκρίνιστος  ακόμα ο αριθμός των ανταρτών, των χωροφυλάκων  και των αμάχων που σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν.

Από το καλοκαίρι του 1947 άρχισε η σταδιακή εκκένωση των ορεινών χωριών της Σπερχειάδας, στα πλαίσια εφαρμογής κυβερνητικού σχεδίου. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι κατέφυγαν στη Σπερχειάδα. Σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Πρόνοιας Λαμίας, οι «ανταρτόπληκτοι» που φιλοξενήθηκαν στην κωμόπολη από το 1947 μέχρι τα μέσα του 1949 έφθασαν στους 11.589. Διέμειναν σε άδεια σπίτια και αποθήκες καθώς και σε παράγκες και πρόχειρους καταυλισμούς  που στήθηκαν για το σκοπό αυτό στην τοποθεσία «Καναπίτσα».

Από τις αρχές του 1948 στρατοπέδευαν στη Σπερχειάδα μεγάλες δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού και οι συγκρούσεις με τους αντάρτες άρχισαν να πυκνώνουν. Εντάθηκαν από το Μάιο του 1949, με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις μονάδων του Α΄ Σώματος Στρατού και έληξαν ουσιαστικά με το θάνατο του Διαμαντή, στις 21-6-1949, κοντά στα Μάρμαρα.

Το τέλος του Εμφυλίου(Αύγουστος 1949), βρήκε τη χώρα με βαθιές πληγές, που πέρασαν πολλά χρόνια για να επουλωθούν. Εκατοντάδες συμπατριώτες μας σκοτώθηκαν, εκτελέσθηκαν ή πέθαναν στη φυλακή και στην εξορία. Μετά τις καταστροφές, τις κάθε είδους δυστυχίες, τα πένθη και τις περιπέτειες που έζησαν οι κάτοικοι της περιοχής μας, ήρθε η εποχή της ηρεμίας και ανασυγκρότησης. Οι περισσότεροι κάτοικοι των ορεινών χωριών «επαναπατρίσθηκαν», τα ερειπωμένα σπίτια ανακατασκευάστηκαν και καινούρια άρχισαν να χτίζονται, με χρήματα του «Σχεδίου Μάρσαλ» και τη βοήθεια του κράτους. Έργα υποδομής και ανάπτυξης άρχισαν να ζωντανεύουν την κατεστραμμένη οικονομία.   Μια καινούρια σελίδα άρχιζε…

 

Βιβλιογραφία

Αβραάμ Κώστας: «Αινιάνες». Περιοδικό «Στερεά Ελλάς». Αθήνα 1970.

Βορτσέλα Ιωάννη: « Η Φθιώτις», Αθήνα 1907

Δακορώνια Φανουρία: «Ιστορική και αρχαιολογική ανασκόπηση της κοιλάδας του Σπερχειού». Εφημ. « Λαμιακός τύπος». Λαμία 1996.

« Μάρμαρα. Τα υπομυκηναϊκά νεκροταφεία των  τύμβων». Αθήνα 1987.

Κανέλλου Βασιλείου: « Η Σπερχειάδα», Σπερχειάδα 1997

Νάτσιου Δημητρίου: «Χρονολόγιο της Λαμίας», Λαμία 1997

Παπαναγιώτου Τρ.: «Ιστορία και μνημεία της Φθιώτιδας», Αθήνα 1971

Τσώνη Παναγιώτη: «ο νομός Φθιώτιδας», Αθήνα 1983

Ιστορική-αρχαιολογική έρευνα Schurmann Wolfang dr

 

Περιοχή Δ.Ε. Μακρακώμης

Μυθολογία

Η Φθοία ονομάστηκε έτσι από κάποια Φθοία γυναίκα ή από το Φθοίο, γιο του Ποσειδώνα και της Λάρισας. Φθοία και Φθίη ονομάζονταν, στην αρχή, η χώρα που βρισκόταν γύρω της το βασίλειο του Δευκαλίωνα, του Ελληνα, του Πηλέα και του Αχιλλέα.

Το πιο πιθανό είναι πως η Φθοία πόλη βρισκόταν στην κοιλάδα του Σπερχειού γιατί η εύφορη κοιλάδα διατηρεί σπουδαία ίχνη ύπαρξης των Αχαιών και εδώ “επιχωριάζουσι, ως επι το πλείστον, οι κεχαρισμένοι” στους Αχαιούς λόγοι και τα τραγούδια για τον Πηλέα, που έταξε εκατόμβες κριαρίων στους φίλους του θεούς στις δασωμένες πηγές του Σπερχειού.

Οι κάτοικοι της πόλης Φθοίας λέγονταν Φθιώτης και Φθοιώτες, οι συνεκστρατεύσαντες στην Τροία με τον Αχιλλέα που ο Ομηρος τους αποκαλεί Μυρμιδόνες και Ελληνες και Αχαιούς.

Αρχαιότητα

Η Μακρακώμη πήρε το όνομα της αρχαίας πόλης (κώμης) των Αινιάνων που την ονόμαζαν Μακρακώμη. Οι Αινιάνες ήταν προιστορικός λαός που κατέβηκαν πριν από την κάθοδο των Δωριέων στην Ελλάδα απο τη Θεσπρωτία και κατέλαβαν την Αρχαία Περραβία.

Δεν ευνόησε όμως η τύχη τους τη διαμονή στο νέο αυτό τόπο και αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στην επάνω κοιλάδα του Σπερχειού. με τα χρονια έλαβαν μέρος σε αρκετές εκστρατείες και σε μάχες με κορυφαία αυτή των Θερμοπυλών. Η Μακρακώμη σαν σπουδαία πόλη των Αινιάνων είχε τότε πολύ πληθυσμό και ήταν κατεξοχήν εμπορική. Στην πόλη γίνονταν μεγάλα παζάρια με κόσμο που ερχόταν απο την Πελοπόννησο και αντάλλασαν τα προϊόντα τους με τους Μακεδόνες και τους Θεσσαλούς.

Έχουν βρεθεί από την αρχαία πόλη τα τείχη και η Ακρόπολη περιμέτρου 5χλμ. ισοδομικού ρυθμού και ερείπια των σπιτιών της. Επίσης βρέθηκαν επιγραφές και νεκρικές στήλες του τέταρτου, δεύτερου, πρώτου π.Χ αιώνα και δεύτερου μ.Χ. αιώνα, πήλινα δοχεία, πολλά χάλκινα νομίσματα των Αινιάνων, Φωκέων, Θεσσαλών, Αιτωλών και Μακεδόνων.

Ρωμαϊκή Εποχή

Μέσα στα βάθη των αιώνων με τις μετακινήσεις των διαφόρων λαών, των πολέμων κι άλλων ιστορικών γεγονότων, χάνεται το όνομα της πόλης Μακρακώμης και παίρνει το όνομα Βαρυμπόπη από την εποχή που οι Σλαύοι κατέλαβαν την περιοχή του Σπερχειού.

Υστερα από τη μάχη παρά τις Κυνός Κεφαλές στα 196π.Χ. και την ήττα του Μακεδόνα Βασιλιά Φιλλίπου του Ε, ελευθερώνονται οι Αινιάνες από τον νικητή Ρωμαίο ύπατο Τίτο Φλαμίνιο και ξαναμπαίνουν στην Ομόσπονδη πολιτεία των Θεσσαλών.

Το 35 π.Χ., όταν ο Διοικητής ήταν ο Αύγουστος Καίσαρ, η φυλή τους ανταμώνεται και ανακατεύται με τουσ Μαλιείς και Οιταίους και χάνει την αυτοδιοίκησή της και την ονομασία της. Στους Ελληνορωμαικούς χρόνους η χώρα των Αινιάνων με τις κώμες και μέσα σε αυτές η Μακρακώμη ήταν κάτω από τη Διοίκηση του Δεσποτάτου της Υπάτης.

Βυζαντινά Χρόνια – Τουρκοκρατία

Στη Μακρακώμη (Βαρυμπόπη) στα χρόνια 1159-1173μ.Χ. που γινόταν η Β Σταυροφορία επί Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ η κατάσταση ήταν δεινή. Οι κατοικοί της ήταν Ιουδαίοι και Ελληνες και καμιά ασφάλεια δεν είχαν από τους Βλάχους, που κατείχαν την περιοχή και κατοικούσαν στα απροσπέλαστα βουνά της. Λεηλατούσαν την περιοχή, άρπαζαν λάφυρα από τους Ελληνες, τους λήστευαν και πολλές φορές τους σκότωναν. Μετά τον έκτο αιώνα μ.Χ. και μετά τους χρόνους του Ιουστινιανού, ιδρύθηκαν και οι πρώτες εκκλησίες στην περιοχή της Δυτικής Φθιώτιδας. Η Μακρακώμη ήταν έδρα Επισκοπής της Μητρόπολης Νέων Πατρών (Υπάτης) και ήταν μια μικρή πολιτεία σε ακμή και κίνηση.

Στην Τουρκοκρατία η Μακρακώμη διατήρησε το όνομα Βαρυμπόπη και μετά την επανάσταση του 1821 με την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό ως τα 1916 που μετονομάστηκε σε Κοινότητα Μακρακώμης. Στα χρόνια της Τούρκικης σκλαβιάς την περιοχή την κατείχε ο Τούρκος Αγάς. Η συμβόλη της Βαρυμπό πης στον αγώνα του 1821 και η προσφορά του λαού της στην Ελληνική επανάσταση ήταν μεγάλη, γιατί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας κατείχε στρατιγική θέση. Ηταν το σταυροδρόμι για το πέρασμα των Τουρκικών στρατευμάτων και των κλεφτοαρματολικών σωμάτων στις διάφορες και συχνές πολεμικές επιχειρήσεις τους.

Με την ανακήρυξη της Ελλάδας σε ένα ανεξάρτητο κράτος που περιελάμβανε και τη Στερεά Ελλάδα, η Μακρακώμη μπήκε στα ελεύθερα χρόνια της. Ήταν ένα μικρό χωριό με 200 περίπου κατοίκους ταλαιπωρημένους από το δαίμονα των αγώνων και των μαχών κατά των Τούρκων για τη λευτεριά τους. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1869 με Β.Δ. σχηματίστηκε κι άρχισε να λειτουργεί η υπηρεσία του Δήμου Μακρακώμης με πρωτεύουσα τη Βαρυμπόπη.

Μετά τους αγώνες του 1821 και την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους η περιοχή υπέφερε πολύ και ζούσε πάντα με τους εφιάλτες των ληστών, από τους διάφορους εκβιασμούς, αρπαγές, ξυλοδαρμούς και φόνους που έκαναν στα χωριά της περιοχής. Η ληστοκρατία χτυπήθηκε ολοκληρωτικά επί Ε.Βενιζέλου.

Η Μάχη της Μακρακώμης

Στις 6 Οκτωμβρίου 1943 ένας λόχος ΕΛΑΣιτών του 36ου Συντάγματος της ΧΙΙΙ Μεραρχίας απόκρουσε αποτελεσματικά επίθεση 700 ανδρών των Ες-Ες έξω από τη Μακρακώμη. Οι Ούννοι με 71 αυτοκίνητα, 3 τάνκς, 4 αλυσιδο φόρα και 4 κανόνια, ξεκίνησαν για να πατήσουν το λίκνο του αντάρτικου, το Καρπενήσι. Οκτώ ώρες κράτησε η μάχη αυτή, τα γύρω υψώματα και η ίδια η Μακρακώμη ανασκάφτηκαν κυριολεκτικά από τα εχθρικά πυροβόλα και τους όλμους. Μα τελικά ο εχθρός δεν πέρασε. Αναγκάστηκε ηττημένος, με βαριές απώλειες να επιστρέψει στη Λαμία. Οι λίγοι ΕΛΑΣίτες τους θέρισαν με το νέο οπλισμό που είχαν πάρει αφοπλίζοντας λίγες μέρες πριν τους Ιταλούς μετά τη συνθηκολόγησή τους. Η Θρυλική αντάρτισσα Θύελλα πολέμησε πλάι στους συντρόφους της παλικαρίσια και διακρίθηκε. Ο ΕΛΑΣ στη μάχη αυτή είχε ένα νεκρό το Β.Δροσίνη. Επέτειο αυτής της μάχης γιορτάζουν, με πρωτοβουλία του Δημάρχου και του Δημοτικού συμβουλίου, οι Μακρακώμιτες κάθε χρόνο στις 6 Οκτωμβρίου στο χώρο του Ηρώου όπου γίνεται επιμνημόσυνη δέηση και προσκλητήριο των νεκρών του πολέμου 1940-41.

Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Μακρακώμη και συγρόνως κατέφθασαν και οι Ιταλοί. Η κωμόπολη κάτω από τη διπλή κατοχή, πέρασε μέρες τρόμου, άγχους και δοκιμασιών. Επιτάξεις, έρευνες, εκτοπίσεις, περιορισμοί της κυκλοφορίας, θανατικές εκτελέσεις είχαν μπει στην ημερίσια διάταξη. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Μακρακώμης είχαν φύγει προς τα ορεινά χωριά των γύρω βουνών για ασφάλεια. Ομως η πατριωτική και εθνική ψυχή της κωμόπολης παρέμενε ανίκητη προσδοκώντας μια γρήγορη απελευθέρωση. Η κωμόπολη στη διάρκεια της κατοχής δε στερήθηκε τρόφιμα σε μεγάλο βαθμό γιατί η περιοχή είναι καθαρά γεωργική και κτηνοτροφική.

 

Περιοχή Δ.Ε. Αγίου Γεωργίου Τυμφρηστού

Η περιοχή της Δ.Ε.Αγίου Γεωργίου Τυμφρηστού κατοικήθηκε από πολλούς και ποικιλώνυμους λαούς από τα πανάρχαια χρόνια. Πελασγοί ονομάζονται οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Αυτούς αναγνωρίζει ως προπατορές του κι ο Τυμφρήστιος  – Φθιώτης ήρωας Αχιλλέας.

Πριν από το 2000 π.X. στην κοιλάδα του Σπερχειού κατοικούσαν οι Δρύοπες. Κατόπιν ήρθαν οι Αθαμάνες και οι Ίωνες  και αργότερα οι Αρκάδες ή Αρκτάνες και οι Αιολείς. Εκτός από αυτούς, που μερικοί ήταν περαστικοί, η περιοχή της Φθιώτιδας ήταν κοιτίδα των Αχαιών. Κατά το 1300-1200 π.χ. κατέβηκαν στην περιοχή οι Μακεδνοί (Μακεδόνες) που, επειδή εγκαταστάθηκαν μόνιμα αρχικά στη Δωρίδα, πήραν από τότε και διατήρησαν το όνομα Δωριείς.

Ανήσυχος και κατακτητικός λαός οι Αχαιοί αναζητούσαν νέους τόπους και έφτασαν στα νησιά του Αιγαίου και μακρύτερα. Τότε εμφανίζονται οι Μυρμιδόνες, οδηγημένοι  στη Φθία από τον Πηλέα, γιό του βασιλιά της Αίγινας, που έφυγε από την πατρική του γη επειδή σκότωσε τον αδερφό του. Ύστερα από περιπέτειες, ο Πηλέας κατορθώνει να επιβληθεί στην περιοχή, που φτάνει ως τη Θεσσαλία και τη Μαγνησία.

Ο Δίας, ο πρώτος των Θεών, έδωσε στον Πηλέα γυναίκα τη νεράιδα της θάλασσας, την όμορφη Θέτιδα κι από το γάμο γεννιέται (σύμφωνα με τον Όμηρο) ο θεόμορφος, ο λεοντόκαρδος, αλλά κι άσπλαχνος, ο γοργοπόδαρος Αχιλλέας. Οι νεότεροι συγγραφείς, ο Δ. Αινιάν κι ο Ι. Βορτσέλας πίστευαν ότι  η έδρα του κράτους του Πηλέα βρισκόταν στις πηγές του Σπερχειού, κάτω από τον Τυμφρηστό, συγκεκριμένα στον τόπο του Μαυρίλου, σύμφωνα και  με όσα μαρτυρεί ο Όμηρος.

Μετά τον Τρωικό πόλεμο εγκαταστάθηκαν στη Φθιώτιδα οι Αινιάνες, φθάνοντας ως τις πλαγιές  του Τυμφρηστού. Εδώ όμως συνάντησαν τους Αιτωλούς και τους Δόλοπες , που εξορμούσαν από τα δυτικά του Τυμφρηστού, τη σημερινή Ευρυτανία, τόπο άγονο και φτωχό και κατέβαιναν στον εύφορο κάμπο της Φθιώτιδας για να αρπάξουν τρόφιμα. Οι αγώνες μεταξύ Αινιάνων και Αιτωλών κράτησαν πολλά χρόνια. Μ’ αυτούς τους ανταγωνισμούς είναι συνδεμένα τα κάστρα στο Παλιόκαστρο και στο Δίκαστρο, όπου το 1952 (με τη διάνοιξη του δρόμου Άγιος Γεώργιος-Δίκαστρο) βρέθηκαν ερείπια θεμελίων των κάστρων και δείγματα των παλαιότερων οικισμών. Τελικά κυριάρχησαν οι Αιτωλοί, που κράτησαν με τους απογόνους τους και την περιοχή του Τυμφρηστού και των πηγών του Σπερχειού.

Μέσα στους αιώνες και στις περιπέτειες του τόπου δεν μπορεί να λογαριάσουμε ακριβώς ποιά είναι η καταγωγή των σημερινών κατοίκων, βέβαιο είναι ότι ήρθαν εδώ και κατοίκησαν άνθρωποι από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τον Φθιωτικό κάμπο κι από αλλού. Οι πιο πολλοί ήταν κτηνοτρόφοι, σκηνίτες αρχικά, Σαρακατσάνοι ή Βλάχοι, που κατέκλυσαν τον τόπο κατά το 1200 μ.Χ.

Πριν από τους Τούρκους πέρασαν από τούτα τα χώματα λογής -λογής εχθροί κατακτητές: Γαλάτες, Σλάβοι, Βούλγαροι, Βενετσάνοι, Φράγκοι, Κατελάνοι κι Αρβανίτες, που κατατυράννησαν τους κατοίκους μα δεν κατόρθωσαν να τους κάμουν να αλλαξοπιστήσουν. Οι Τυμφρήστιοι έμειναν Έλληνες κι ορθόδοξοι χριστιανοί, με καθαρή ελληνική γλώσσα κι ελληνικά ήθη και έθιμα, αφού αφομοίωσαν κι όλους εκείνους που κατοίκησαν μαζί στα χωριά τους. Μοναδικά σημάδια, απομεινάρια αυτών των σκληρών περιπετειών που πέρασαν οι κάτοικοι τούτου του γεωγραφικού χώρου, είναι κάποιες ιδιωματικές ξενόφερτες λέξεις και μερικά τοπωνύμια.

Το 1470 η περιοχή υποτάσσεται στον Τουρκικό ζυγό, όχι όμως αναίμακτα. Δόθηκαν πολλές και ιστορικές μάχες στην περιοχή σ’ όλη την διάρκεια του αγώνα.  Κατά τη Τουρκοκρατία οι τοποθεσίες στα ορεινά χωριά του Δήμου,  Μαυρίλο-Νεοχώρι-Μερκάδα, έπαιξαν σπουδαίο στρατηγικό ρόλο γιατί διασυνδέουν τις περιοχές Αιτωλοακαρνανία-Ευρυτανία-Φθιώτιδα-Θεσσαλία. Στρατηγική θέση κατείχαν και τα Διπόταμα στον Άγιο Γεώργιο όπου τον Δεκέμβριο του 1821 αντιστάθηκαν οι Κοντογιανναίοι και οι οπλαρχηγοί της Ευρυτανίας στα στρατεύματα του Κεχαγιά του Δράμαλη, τον Αύγουστο του 1823 πρόβαλαν αντίσταση οι Κοντογιανναίοι στον στρατό του Δράμαλη και στις 14 Σεπτεμβρίου του 1824 ο οπλαρχηγός Ιωάννης Φραγγίστας πολιόρκησε τους Τούρκους του Μαυρίλου.

Την περίοδο αυτή, οι ορεινοί οικισμοί με κορυφαίο το Μαυρίλο σημείωσαν αξιόλογη ανάπτυξη και οικονομική άνθιση. Αδιάψευστοι μάρτυρες της οικονομικής ευμάρειας είναι οι μεγάλες περιουσίες των αρχόντων και οι Πύργοι τους καθώς και ο ναός του Αγίου Δημητρίου -κηρυγμένο διατηρητέο μνημείο σήμερα. Η μεγάλη φήμη του Μαυρίλου οφείλεται σε μια σημαντική βιοτεχνική δραστηριότητα, την παρασκευή μπαρούτης σε υδροκίνητους μπαρουτόμυλους για τουλάχιστον 200 χρόνια.

Μαζί με τις επαναστατικές αναστατώσεις, τα χωριά του Δήμου υπέφεραν κι από τους ληστές, ντόπιους και Τούρκους. Η ληστεία υποχώρησε αισθητά το 1928 αλλά κόπηκε μόλις άρχισε η Εθνική Αντίσταση (1941-1944) και η απελευθερωτική δράση του ΕΛΑΣ.

Στα χρόνια της φασιστικής κατοχής τα χωριά δεν γνώρισαν σκλαβιά, γιατί είχαν το προνόμιο να βρίσκονται στην ελεύθερη Ελλάδα. Λίγες φορές έκαναν επιδρομές στα χωριά οι Ιταλοί και οι Γερμανοί. Στις 5 Νοεμβρίου του 1943 έγινε η πρώτη επιδρομή στον Άγιο Γεώργιο και η δεύτερη έγινε στις 6 Αυγούστου του 1944.

 

Περιοχή Δ.E. Τυμφρηστού

Ο Τυμφρηστός βρίσκεται στις εσχατιές της Ορεινής Δυτικής Φθιώτιδας και συνορεύει Ανατολικά και Νότια με τον Δήμο Σπερχειάδος Βόρεια με το Δήμο Αγίου Γεωργίου και Δυτικά με το Νομό Ευρυτανίας. Πιστεύουμε ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη Μυθολογία, στις πηγές του Σπερχειού και ιδιαίτερα  στην περιοχή μας θα πρέπει να ήταν τα ανάκτορα του Πηλέα, πατέρα του Αχιλλέα. Αργότερα είναι γνωστή η συμμετοχή των κατοίκων της σε όλους τους Ιστορικούς Σταθμούς του Έθνους και τα πεδία των μαχών  για την απόκτηση της ελευθερίας τους. Κατά τους χρόνους της κατοχής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Κοινότητά μας βρήκαν καταφύγιο οι Σουλιώτικες φάρες Κουτσονίκας, Κωστορρίζος, Παπαρούπας, Μηλιωρίτσας, Μπλατσούκας κ.α. που αναμείχτηκαν με την τοπική κοινωνία των Χριστόπουλος, Φύκας, Υφαντής, Λιασκώνης, Τσιγκρέλης, Πανέτσος, Μαρανδιανός, Ρήγας, Πρασσάς, Παστρουμάς, Σεϊντής,Γιαννιτσόπουλος, Βενέτης, Ευαγγελίου, Τριανταφυλλόπουλος και Μπακογιάννης.

Η Κοινότητα μέχρι το 1912 ανήκε στον τέως Δήμο Τυμφρηστού με την ονομασία «Πέρα Κάψη».Στη συνέχεια με την 26ΙΑ-31/8/1912συστάθηκε η Κοινότητα «Πέρα Κάψη» και μέχρι το 1929 αποτελούσε ανεξάρτητη Κοινότητα με την ίδια ονομασία οπότε μετονομάστηκε σε Τυμφρηστό (40 Α –5/12/1929). Είναι μια ζωντανή Κοινότητα, ίσως το μοναδικό χωριό της Δυτικής Φθιώτιδας που ακολουθεί ανοδική πορεία σε αυτή τη θέση,με τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής που ακολουθούν πτωτική πορεία και διαγράφουν μία επισφαλή κοινωνικοοικονομική τροχιά με κομβικό σημείο αναφοράς τους αρνητικούς και κατιόντες δημογραφικούς δείκτες.

Η Τοπική Κοινότητα  έχει πανοραμική θέα, κτισμένη από υψ. 650 έως 1100 μέτρα την διασχίζει οφιοειδώς η εθνική οδός Λαμίας-Καρπενησίου και καλύπτει έκταση περίπου 30.000 στρεμμάτων διαφόρων χρήσεων γης με ιδιαίτερα ιδιοκτησιακά καθεστώτα.

Διαθέτει ένα κοινοτικό δάσος αμιγούς ελάτης 12.500 στρεμμάτων με την επωνυμία «ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΑΚΗ». Ενα συνδιόκτητο δασοαγρόκτημα που διαχειρίζεται από «Ανεξάρτητο Αναγκαστικό Συνεταιρισμό Συνδιοκτησίας Δασοαγροκτήματος ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΟΥ-ΠΑΛΙΑΜΠΕΛΑ Τυμφρηστού»7.000 στρεμμάτων [μικτό δάσος δρυός-ελάτης 5.000 στρεμμάτων περίπου και 2.000 στρ. αγρών που ανήκουν σε χωριανούς από το 1924]. Επίσης διαθέτει 600 στρέμματα Εθνικού δάσους ελάτης-δρυός, 6.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. Η ειδική και πολύπλευρη μελέτη του δασικού μας συμπλέγματος θα αποτελέσει τον άξονα-φάρο της τουριστικής μας αξιοποίησης που θα αποτελεί και την ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ μας τον 21ο αιώνα.

Ο Τυμφρηστός, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή αριθμεί 566 κατοίκους. Διατηρεί, ακόμη και σήμερα, Νηπιαγωγείο-Δημοτικό Σχολείο-Περιφερειακό  Ιατρείο [που εξυπηρετεί και τα χωριά Μεσαία Κάψη, Μεγάλη Κάψη, Μερκάδα, Μαυρίλλο και Νεοχώρι] Αγροτικό Δασικό Συνεταιρισμό, Αναγκαστικό Συνεταιρισμό Διαχειρίσεως Δασοαγροκτήματος «Παλαιοχωρίου-Παλιάμπελα Τυμφρηστού», Επιμορφωτικό Σύλλογο Νεολαίας, Εξωραϊστικό Σύλλογο των απανταχού Τυμφρησταίων και Ποδοσφαιρική Ομάδα.

Η εξελικτική και ανοδική πορεία του χωριού οφείλεται αφενός μεν, στην μεγάλη ποικιλία επαγγελματικής  απασχόλησης πολλών κατοίκων (φανοποιοί,σιδηρουργοί,οικοδόμοι,κτηνοτρόφοι,υλοτόμοι,μελισσοκόμοι γεωργοί κ.λ.π.) και αφετέρου στην προνομιακή θέση που κατέχει[ευρισκόμενο επί του οδικού άξονα Λαμίας – Καρπενησίου] που διευκολύνει τα μέγιστα την προσπέλαση για εξεύρεση εργασίας. Πλέον των αναφερομένων οι κάτοικοι απασχολούνται με την καλλιέργεια σιτηρών, οπωροκηπευτικών, καστανιών, καρυδιών και χριστουγεννιάτικων ελάτων. Η κοινωνική συγκρότηση και διάρθρωση του πληθυσμού είναι αρκετά προηγμένη χωρίς διακρίσεις και διαιρέσεις,που οφείλεται κατα μεγάλο μέρος, και στους Τυμφρησταίους που αν και κατοικούν σε Αθήνα-Λαμία και αλλού  επισκέπτονται τακτικά το χωριό. Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν ιδιαίτερα προβλήματα.