Περιοχή Δ.Ε. Σπερχειάδας
Μοναστήρι της Παναγίας της Ρούστιανης
Σύμφωνα με την Παράδοση ήταν μετόχι του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία. Χτισμένο κατάραχα σ’ ένα επιβλητικό λόφο αντίπερα από τα Κανάλια, στα αριστερά του Ρουστιανίτη, ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του «Γενεθλίου της Παναγίας».
Στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς έζησε και έδρασε παράλληλα με το αδελφό μοναστήρι του Παλιοχωρίου. Η λέξη Ρούστιανη είναι σύνθετη. Προέρχεται από τις λέξεις ρους και ίσταμαι και σημαίνει στέκομαι όρθιος, εμποδίζω, αναχαιτίζω την ορμή του ποταμού.
Η κτηματική του περιουσία ήταν σημαντική, έφτανε μέχρι το κτήμα του «Μηνογιάννη», κοντά στη Λευκάδα. Εκεί ξεχείμαζαν εκατοντάδες γιδοπρόβατα που έδιναν νόστιμο και άφθονο γάλα και βούτυρο. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπως όλα τα μοναστήρια, βοήθησε την κλεφτουριά και την εξέγερση του 1821. Οι μοναχοί του φαίνεται ότι πήραν τα όπλα και με τους άλλους μοναχούς του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία, πολέμησαν σε διάφορες μάχες της περιοχής τους Τούρκους, όπως στην Αλαμάνα. Σε αντίποινα οι Οθωμανοί προκάλεσαν μεγάλες ζημιές στο μοναστήρι και κατέστρεψαν την ακίνητη περιουσία του.
Στα 1828, οι δύο μοναχοί του Δαβίδ και Ιωαννίκιος ζήτησαν δάνειο για να αποκαταστήσουν τις ζημιές και στα 1835 διαλύθηκε γιατί βρέθηκε με δύο μονάχα καλογέρους, ενώ η σφραγίδα του παραδόθηκε το 1830 στον Επίσκοπο Προκόπιο, τοποτηρητή της Επισκοπής Νέων Πατρών (Υπάτης). Όπως συνέβη και με το μοναστήρι του Παλιοχωρίου, τον Ιούνιο του 1835, οι μοναχοί διατάχθηκαν να το εγκαταλείψουν και να μονάσουν στο μοναστήρι του Αγάθωνος, αφού παραδώσουν τα ιερά σκεύη και τα άγια λείψανα που φυλάσσονταν εκεί. Τότε παραδόθηκαν στον Έπαρχο Φθιώτιδας δύο αργυρά κιβώτια που περιείχαν: ένα αργυρό σταυρό, ένα αργυρό κανδήλι και μέρος των λειψάνων του Αγίου Τρύφωνος, του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Θεοδώρου Τύρωνος του Στρατηλάτου, του Αγίου Μερκουρίου, του Αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης και του Αγίου Μηνά. Το ένα από τα δύο αργυρά κιβώτια σώζεται σήμερα στη Μονή Αγάθωνος.
Σε μια αλληλογραφία της εποχής, στα 1838, διαβάζουμε ότι στο μοναστήρι συνέχιζε να μονάζει ο ιερομόναχος Ιωαννίκιος, άλλοτε μοναχός του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία.
Στα 1939, εκεί που βρισκόταν το καθολικό του μοναστηριού, χτίστηκε νέος ναός που σώζεται μέχρι σήμερα και ανήκει στην ενορία Καναλίων. Στις μέρες μας, από τα ιερά κειμήλια σώζονται μόνο μία φορητή εικόνα του «Γενεθλίου της Παναγίας» και το αργυρό Άγιο Ποτήριο, μεγάλης ιστορικής αξίας.
Στις 8 Σεπτεμβρίου, κάθε χρόνο, τελείται πανηγυρική Θεία Λειτουργία και ακολουθεί πανηγύρι στον προαύλιο χώρο του εξωκλησιού.
(Από το βιβλίο του Γιάννη Δ. Παπαναγιώτου: «Ο Αϊ-Λιας του Παλιοχωρίου» Αθήνα 1978 και την τοπική Παράδοση)
Μοναστήρι της Στάγιας
Ανώνυμοι μοναχοί του Βυζαντίου, μας λέει η Παράδοση, ήταν οι ιδρυτές του μοναστηριού. Η εντοιχισμένη λαξεμένη επιγραφή που είναι τοποθετημένη πάνω από τη βορινή θύρα του σημερινού ιερού ναού του Αγίου Νικολάου έχει την ένδειξη «ΑΒΓ 828», δηλαδή Αύγουστος του 828.
Αυτή είναι και η πιθανότερη ημερομηνία ίδρυσης του μοναστηριού. Ο πρώτος ναός ήταν αφιερωμένος στη μνήμη του Αγίου Νικολάου του Νέου, του εν Βουνένοις της Καπαδοκίας ,που γιορτάζει στις 9 Μαΐου.
Με την ίδρυση του μοναστηριού οι κάτοικοι της γύρω περιοχής πληροφορήθηκαν πως εκεί υπήρχαν λείψανα αγίων, βυζαντινές εικόνες και άλλα ιερά κειμήλια, αποκαλούσαν τον χώρο ιερό και άγιο και μετέβαιναν να προσκυνήσουν λέγοντας ότι πηγαίνουν «εις τα άγια», «στα άγια» και έτσι προέκυψε η αγιωνυμία – τοπωνυμία «Στάγια». Χτίστηκε σιγά σιγά ένας μικρός οικισμός, που κάποια χρονική στιγμή μαζί με τη Μονή καταστράφηκαν και ερημώθηκαν. Αργότερα, οι παλιοί κάτοικοι που είχαν καταφύγει στη γειτονική Δωρίδα και στην Αχαϊα, επέστρεψαν και έχτισαν ξανά το χωριό από την αρχή, σε χώρο-μετόχι της Μονής, στη θέση «Παλιοχώρι», με το όνομα Στάγια. Ανακαινίστηκε και ο ναός, αλλά φαίνεται ότι από τότε δεν λειτούργησε πια σαν μοναστήρι. Η κτηματική του περιουσία περιλάμβανε και τη δασωμένη περιοχή του Γαύρου, αγγίζοντας σχεδόν τον κάμπο του Σπερχειού. Την περιοχή όμως αυτή την κατέλαβαν κάτοικοι κοντινών χωριών, ισχυριζόμενοι ότι πουλήθηκε σ? αυτούς νόμιμα από προεστό του χωριού.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το χωριό ξεκληρίστηκε και ξαναχτίστηκε εκεί που βρίσκεται σήμερα, μέσα στην ιδιοκτησία της Μονής, η οποία από το 1606 λειτουργεί ως κοιμητήριο του χωριού. Το χωριό και η ακατοίκητη Μονή έγιναν καταφύγιο και τόπος συγκέντρωσης κλεφτών και επώνυμων οπλαρχηγών της περιοχής όπως του Τσαμ Καλόγερου, του Σιαφάκα, των Κοντογιανναίων. Κοντά στη Μονή, στη θέση «Μαγαζί», υπήρχε και πυριτιδαποθήκη. Εκεί κοντά επίσης ,σε μια πλαγιά της Οξυάς, λέγεται ότι ξεψύχησε ο δοξασμένος αρχικλέφτης Τσαμ Καλόγερος, όπου μεταφέρθηκε πληγωμένος ύστερα από τη μάχη της Ζελίστας, υποδεικνύοντας ως διάδοχό του το νεαρό τότε κλέφτη Θανάση Διάκο.
Το καθολικό της Μονής ανακαινίσθηκε στα 1844 όπως μαρτυρεί σκαλιστή πέτρα στα θεμέλια του ναού και σώζεται έτσι μέχρι σήμερα, νότια του χωριού, πάνω σ’ ένα λόφο, χωμένο μέσα σε πανύψηλα αιωνόβια δέντρα. Η λαξεμένη επιγραφή που προαναφέραμε φέρνει στο κέντρο και άνω χαραγμένο σταυρό. Δεξιά και αριστερά του είναι χαραγμένες δύο κεφαλές λεόντων. Στα δεξιά του σταυρού επίσης είναι ευδιάκριτα χαραγμένη μία κεφαλή ανθρώπου. Η παράσταση πιθανότατα απεικονίζει το Δανιήλ και τα λιοντάρια, συνηθισμένο θέμα στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους.
Από τα σημαντικότερα κειμήλια που φιλοξενήθηκαν στη Μονή αναφέρεται η εικόνα της Παναγίας, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά.
Η Στάγια μετονομάστηκε το 1957 σε Πλάτανο, με το σκεπτικό ότι η ονομασία αυτή είναι ξενικής προελεύσεως. Ήδη όμως το Κοινοτικό συμβούλιο του χωριού παλιότερα και το Δημοτικό συμβούλιο του διευρυμένου δήμου πρόσφατα, με την αριθ. 177/2002 ομόφωνη απόφασή του, κίνησαν τη διαδικασία για την επαναφορά της παλιάς ονομασίας, που είναι η πραγματική και ιστορικά τεκμηριωμένη ονομασία του χωριού.
( Πληροφορίες αντλήθηκαν από σχετική έρευνα του κ. Ελευθερίου Ρήγα)
Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία Παλιοχωρίου
Χτισμένο σ’ ένα λοφίσκο, στα χίλια και πάνω μέτρα, εκεί που βρίσκεται σήμερα η εκκλησούλα του Αϊ – Λια του Παλιοχωρίου, ένωνε τα διάσελα στο τρίστρατο για Βελούχι, Σαράνταινα και Οξυά.
Η παράδοση το θέλει να χτίζεται στα βυζαντινά χρόνια, τότε που γίνονταν οι μεγάλες μετακινήσεις μοναχών και χριστιανών από την Πόλη και τα παράλια της Μικράς Ασίας προς τις φιλόξενες βουνοκορφές της πατρίδας μας.
Γύρω από το καθολικό, στα χρόνια της ακμής του, ήταν χτισμένα πολλά κελιά, μονόπατα και δίπατα, για να στεγάζονται οι καλόγεροι, που ξεπερνούσαν τους εκατό.
Η κτηματική του περιουσία πολύ μεγάλη. Άρχιζε με τα κτήματα του Παλιοχωρίου, συνέχιζε στο Νικολίτσι, στο Κυριακοχώρι, στην Κουτσούφλιανη, έφτανε ως τη δασωμένη πλευρά του Γαύρου και του Γουλινά και τελείωνε στα Βασιλικά Υπάτης. Άφθονα καλλιεργούνταν τα σιτηρά, τα αμπέλια, τα καρποφόρα δέντρα και οι μουριές για την εκτροφή μεταξοσκώληκα. Στους αμέτρητους λιβαδότοπους άφθονα έβοσκαν επίσης τα γιδοπρόβατα και τα αλογομούλαρα.
Στα μαύρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς ήταν το καταφύγιο των κατατρεγμένων Ρωμιών μα και των κλεφτών της περιοχής, όπου έβρισκαν φαγητό και καλό κρασί. Συχνοδιάβαινε από κει ο ξακουστός αρχικλέφτης του Λιδωρικιού Τσαμ Καλόγερος με το ασκέρι του. Λέει η ιστορία πως παραμονές της επανάστασης του 1821, γνώρισε την οργή του δερβέναγα του Αλή Πασά Γιουσούφ Αράπη. Ήταν το 1794, τότε που ο τύραννος των Ιωαννίνων έστειλε τον αιμοβόρο στρατηγό του να χαλάσει τους κλέφτες της Ρούμελης. Στην Οξυά, και στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία έγιναν σκληρές μάχες. Οι κλέφτες χαλάστηκαν, το μοναστήρι κατηγορήθηκε για συνεργασία και απόκρυψη του αρχικλέφτη και τυλίχτηκε στις φλόγες.
Η Παράδοση επίσης λέει ότι στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα επισκέφτηκε το μοναστήρι και ο φλογερός Εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός για να εμψυχώσει τους καλόγερους και να σπείρει στους κατοίκους της περιοχής τον ευαγγελικό λόγο.
Μετά την απελευθέρωση, στα 1835, η επί των Εκκλησιαστικών Γραμματεία πήρε την απόφαση να διαλύσει τα μοναστήρια του νεοσύστατου Βασιλείου που είχαν κάτω από έξι μοναχούς. Με βασιλικό διάταγμα διατηρείται το μοναστήρι του Αγάθωνος και καταργούνται τα άλλα δύο, τα οποία διατάσσονται με έγγραφο της Μητρόπολης να παραδώσουν την κινητή και ακίνητη περιουσία τους στο Μητροπολίτη Φθιώτιδας Ιάκωβο. Στις 15 Μαΐου του 1835 ο στερνός ηγούμενος του μοναστηριού, ιερομόναχος Δαμιανός, παρέδωσε τη σφραγίδα στον Ιάκωβο και στις 15 Ιουνίου τα άγια λείψανα, τα ιερά άμφια, τα αργυρά σκεύη και τα βιβλία, εκτός από τις εικόνες.
Τα άγια λείψανα φυλάσσονταν σε αργυρά κιβώτια και ήταν: Η παλάμη του δεξιού χεριού του Αποστόλου Ανδρέα, του Πρωτόκλητου, που σώζεται σήμερα στη Μονή Γαλατάκη, στην Εύβοια, η κάρα του Αγίου Ιωάννη του Νηστευτή, η παλάμη του χεριού και τεμάχια σώματος του Αγίου Χαραλάμπους. Κατά την παράδοση των λειψάνων στην Επισκοπή δεν δόθηκαν όλα, παρέμειναν κάποια στο μοναστήρι κι αργότερα βρέθηκαν σε γειτονικές εκκλησιές, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στα Πουγκάκια και στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου στο Γαρδίκι.
Στα 1838, ο δήμαρχος Ομιλαίων κατέβαλε επίμονες προσπάθειες για επαναλειτουργία του μοναστηριού αλλά μάταια. Οι καλόγεροι διατάχθηκαν να μεταβούν οριστικά στη Μονή Αγάθωνος για να συνεχίσουν το μοναχισμό τους.
Στα 1930, το καθολικό του μοναστηριού μετατράπηκε σε ενοριακό ναό και στις 20 Ιουλίου 1936 έγινε εκεί η τελευταία λειτουργία. Οι φωτιές του Γιουσούφ και των Οθωμανών είχαν διαβρώσει το ιστορικό κτίσμα που γκρεμίστηκε λίγους μήνες αργότερα για να χτιστεί άλλος ναός στην ίδια θέση, με τις ίδιες σχεδόν πέτρες, σε ρυθμό σταυροειδή βυζαντινό με τρούλο, που σώζεται μέχρι σήμερα, απομεινάρι μιας ένδοξης ιστορίας.
(Από το βιβλίο του Γιάννη Δ. Παπαναγιώτου: «Ο Αϊ-Λιας του Παλιοχωρίου» Αθήνα 1978)
Περιοχή Δ.Ε. Μακρακώμης
Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Μεσοχωρίου (Πάπα)
Ενοριακός Ναός του χωρίου Πάπα πού βρίσκεται σε υψόμετρο 770 μ. στα όρια του Νομού Φθιώτιδος και Καρδίτσας. Έχει σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου και είναι ασβεστολιθόκτιστος με τρίκογχη στέγη από κεραμίδια, χωρίς τρούλο, με χαμηλές πόρτες και μικρά παράθυρα. Η βόρεια και Δυτική πλευρά έχει νάρθηκα στον οποίο διακρίνονται τοιχογραφίες και συνθήματα των αρματολών και κλεφτών του 1821 και άλλες ενθυμήσεις. Επάνω από την είσοδο στο εσωτερικό του Ναού υπάρχει η ιδρυτική επιγραφή:
«ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΗΣΤΟΡΙΘΗ Ο ΘΗΟΣ ΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΕΝ ΑΓΙΕ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΝΗΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ ΔΙΑ ΣΙΝΔΡΟΜΗΣ ΚΕ ΕΞΟΔΟ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΒΟΝΤΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ …… ΗΑΚΟΒΟΥ ΚΕΠΗΤΡΟΠΕΒΟΝΤΟΣ ΚΕ ΙΕΡΑΤΕΒΟΝΤΟΣ ΠΑΠΑ ΙΩΑΝΝΗ ειερέος έτος 1790 αντωνηου ειερέος».
Το εσωτερικό του Ναού καλύπτεται από θαυμάσιες αγιογραφίες. Δεν υπάρχει ούτε σπιθαμή πού να μη είναι ζωγραφισμένη ακόμα και τα στασίδια και οι κολώνες και η στέγη, πολύ δε περισσότερο το Τέμπλο, το Δεσποτικό και το προσκυνητάρι. Δίπλα στο προσκυνητάρι υπάρχουν επιγραφές πού μας πληροφορούν για τον χρόνο ιστορήσεως και τούς δωρητές όπως αυτή: “ΑΨΠΗ 1788 Μήνας Νοέμβριος 3 εκ χειρός Γεωργίου.
Αυτής της χρονολογίας είναι και οι εικόνες του τέμπλου. Στην προσκομιδή υπάρχει κατάλογος των Εφημερίων του χωριού. Γενικά η Εκκλησία παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και είναι μία από τις ωραιότερες της περιοχής.
Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Τσούκας
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΑΟΥ, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΟΜΗΣΗ(ΡΥΘΜΟΣ), ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ(ΤΕΧΝΗ)
Του Δημητρίου Ντζόιδου, τέως Γυμνασιάρχου
Βρισκόμαστε απόψε εδώ, σε τούτο το πανέμορφο χωριό, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του αιδεσιμότατου εφημέριου κ. Μέρρα Κων/νου, προκειμένου να σας παρουσιάσουμε «εν συντομία» τα εξής θέματα.
Στο πρώτο θέμα γίνεται αναφορά στα ιστορικά στοιχεία του ναού. Στο δεύτερο θέμα θα μας απασχολήσει ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του και στο τρίτο θέμα θα αποπειραθούμε να προσεγγίσουμε και ερμηνεύσουμε το εικονογραφικό πρόγραμμα, σε συνδυασμό με την τεχνοτροπία με την οποία αποδίδονται οι διάφορες παραστάσεις των αγίων.
Ξεκινώντας από το πρώτο θέμα επισημαίνουμε ότι ο εν λόγω Ναός είναι ο ενοριακός ναός. Βρίσκεται σχεδόν στο Δ. άκρο του χωριού, σε μικρή απόσταση από την πλατεία του. Η θεμελίωση του αποτελεί εξαιρετικό γεγονός δεδομένου ότι ιδρύεται σε μια δύσκολη για τον ελληνισμό εποχή, καθώς η Τουρκική καταπίεση, ο φόβος για τυχόν επιπτώσεις από μια τέτοια ενέργεια, δημιουργούσε δισταγμό στην απόφαση των ευσεβών κατοίκων να ιδρύσουν τον Ναό. Ωστόσο, παρά την έλλειψη ευνοϊκών συνθηκών, οι κάτοικοι αψηφώντας κάθε κίνδυνο, προβαίνουν στην ίδρυση του Ναού, εκμεταλλευόμενοι πιθανώς την απομόνωση της περιοχής και την δυσχερή πρόσβαση της. Για τον συγκεκριμένο Ναό απουσιάζει κάποια μελέτη, κάποια κείμενο στην αρχειακή έρευνα, το οποίο να αναφέρει κάτι για την ιστορία του Ναού. Έτσι, βασιστήκαμε σε πληροφορίες που συλλέξαμε από τους ντόπιους κατοίκους και στην δική μας προσπάθεια.
Ασφαλώς, το πρώτο ερώτημα που ζητεί απάντηση είναι για ποιό λόγο οι ντόπιοι αφιέρωσαν το Ναό στον Άγιο Γεώργιο και όχι σε κάποιον άλλο άγιο. Η τοπική παράδοση, όπως μας την αφηγήθηκαν οι γηραιότεροι κάτοικοι του χωριού, αναφέρει ότι: «Σε κείνα τα χρόνια(μέσα δηλ. 18ου αιώνα περίπου) οι Τούρκοι ξεκίνησαν από το χωριό Ρεντίνα, κατευθυνόμενοι προς το χωριό Τσούκα, με σκοπό να το λεηλατήσουν, να το κάψουν και να το καταστρέψουν. Στον δρόμο τους εμφανίζεται ο Άγιος Γεώργιος, τους αποπροσανατολίζει λέγοντας ότι το χωριό που ζητείτε βρίσκεται σε άλλη κατεύθυνση από αυτή που ακολουθείται¨. Οι Τούρκοι έδωσαν πίστη στα λόγια του Αγίου, άλλαξαν κατεύθυνση και έτσι το χωριό διεσώθη. Οι κάτοικοι τότε σε ένδειξη τιμής, ευγνωμοσύνης, σεβασμού και απέραντης αγάπης ίδρυσαν τούτο το ιστορικό μνημείο και το αφιέρωσαν στον Αγίου Γεώργιο, θεωρώντας τον σωτήρα και προστάτη τους.
Επιπρόσθετα , και άλλος λόγος μπορεί να συνέλαβε στο να αφιερώσουν το Ναό τούτο στον Αγίου Γεώργιο. Είναι γνωστό, ότι ο δημοφιλέστερος, σ’ όλη την Ελλάδα, από τους Αγίους του Εορτολογίου. Ο Χριστιανισμός τον περιέβαλε με λατρεία ευσεβή και μεγάλη συμπάθεια, Σ΄ αυτό συνετέλεσε η νεανικότητά του, το απαράμιλλο ηρωικό πνεύμα και το ανυπέρβλητο κάλλος του. Πρέπει να προσθέσω επίσης ότι ό Άγιος εκπροσώπησε στον χριστιανικό λαό τον ενθουσιώδη και ακμαίο πρόμαχο της πίστεως, τον ελευθερωτή των λαών και τον προστάτη των φτωχών και καταπιεσμένων ανθρώπων, Σ΄όλους αυτούς τους λόγους οφείλεται η προτίμηση τους στον Αγίου Αυτόν, καταπάσαν πιθανότητα.
Το δεύτερο θέμα που θα μας απασχολήσει είναι ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του Ναού. Ο συγκεκριμένος Ναός είναι απλή βασιλική. Σύμφωνα με την ιδρυτική επιγραφή και χρονολογία που είναι σκαλισμένα πάνω σε πέτρα του νότιου τοίχου χτίστηκε το έτος 1741 (περίπου στα μέσα του 18ου αιώνα) Σε άλλο μέρος του ίδιου τοίχου υπάρχει άλλη επιγραφή που αναφέρεται και αυτή στον αιώνα θεμελίωσης του (δηλ. στο 18ου αιώνα) και στηνίδια επιγραφή αναφέρεται το όνομα του Αγίου στον οποίο αφιερώνεται ο ναός. Τέλος, στη δεξιά πλευρά της κεντρικής εισόδου (στον εξωτερικό νότιο τοίχου πάντα) λατινική επιγραφή αναφέρει προφανώς το όνομα του Αγίου. Η τοιχοποιία του Ναού είναι από πέτρα που υπήρχε άφθονη σ΄ αυτή την περιοχή .Εσωτερικά χωρίζεται με ξύλινες κιονοστοιχίες σε τρία κλίτη. Για να αντιληφθούμε καλύτερα το ρυθμό αυτόν αναφέρω τα εξής: ο ρυθμός της Βασιλικής στην αρχική του εμφάνιση ( 5ος περίπου αιώνας ) καλύπτει τη Βυζαντινή τέχνη των παλαιοχριστιανικών χρόνων. Η επικράτηση του χριστιανισμού εισάγει έναν θεοκεντρισμό έντονο στην τέχνη της περιόδου.
Πρώτη έκφραση αυτού είναι η αρχιτεκτονική δομή της Βασιλικής.
Η Βασιλική είναι ένα μακρόστενο οικοδόμημα, χωρισμένο σε κατά μήκος τμήματα εσωτερικά, τα λεγόμενα κλίτη. Προς ανατολάς απολήγει σε ημικυκλική κόγχη η αψίδα, όπου βρίσκεται το ιερό και η αγία τράπεζα. Η στέγη δικλινής στο μεσαίο κλίτος και επικλινής στα πλάγια στηρίζεται σ΄ έναν ξύλινο σκελετό.
Παραλλαγή αυτού του ρυθμού είναι Βασιλική με εγκάρσιο κλίτος (Α.Δ.Θεσ/κης) καθώς και σταυρική Βασιλική. Στο συγκεκριμένο Ναό το ιερό ή Αγίου Βήμα χωρίζεται με ξύλο απλό τέμπλο, στο οποίο υπάρχουν θέσεις για τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των επισημότερων Αγίων.
Η Αγία Τράπεζα φέρει στο πάνω μέρος ξύλινο κουβούκλιο.
Ένα μέρος του δαπέδου είναι λιθόστρωτο με πελεκητές πέτρες έντεχνα τοποθετημένες, ενώ το υπόλοιπο μέρος του Ναού καλύπτεται με τσιμεντένιο δάπεδο . Στη συμβολή του Δυτ. Και Βόρειου τοίχου υπάρχει λίθινο βαπτιστήρι και στο πάνω μέρος ακριβώς θαυμάσια τοιχογραφία με θέμα τη βάπτιση του Ιησού. Ο Ναός στην αρχική του μορφή είχε γυναικωνίτη που δεν υπάρχει σήμερα και για ορισμένα χρόνια χρησίμευε ως σχολειό πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης , Aργότερα, το εκκλησιαστικό συμβούλιο παραχώρησε τμήμα του οικοπέδου, όπου χτίστηκε το σημερινό δημοτικό σχολείο.
Κατά καιρούς διακόνησαν τον ιερό Ναό πολλοί ιερείς όπως ο Παπαδημήτρης Παπαγεωργίου. Ο Γρηγόριος Αναγνώστου, ο Κώστας Γεωργίου.
Τα ονόματα αυτά βρήκαμε στα Γενικά αρχεία του Κράτους, ενώ άλλοι ιερείς, όπως μας έδωσαν τα ονόματα κάτοικοι του χωριού ήταν : κάποιος Τελώνης, ο Παπαμεριάς , ο Παπαχαραλάμπους ,ο Μακρής Ιωάννης, ο Σακελλάρης Γεώργιος ο Παπαχολέβας, Παπαντωνίου Ηλίας, ο Μελισσας Γεώργιος, κάποιος ονόματι Φούρλιας. Σήμερα διακονεί τον ιερό Ναό ο Θεοφιλής ιερέας Κων/νος Μέρρας.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το εικονογραφικό πρόγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει πλήθος θεματολογίας τόσο από την Καινή όσο και από την Παλαιά Διαθήκη, ενώ ενδιαφέρουσα είναι και η τεχνοτροπία των διαφόρων ζωγραφικών συνθέσεων.
Στο κείμενο που υπάρχει στο υπέρθυρο (εσωτερικό μέρος ) του Ναού πληροφορούμαστε ότι ο Ναός ιστορήθηκε επί Δημαρχίας Ιωάννη Στεργιόπουλου, εκ Γιανιτσούς (θυμίζω χάριν της ιστορίας ότι τότε για πρώτη φορά στην τοπική αυτοδιοίκηση λειτούργησε ο Καποδίστριας ) και εκκλησιαστικών επιτρόπων των κ. Παπαγεωργίου Παρούση, Αναγνώστου Ζαφείρη, Δ.Α.Σπανού, Δήμου Αποστόλου και Δημ. Γιαννέλου. Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται το όνομα του εκ Σαμαρίνας καταγόμενου αγιογράφου Ματθαίου Ιωάννου, καθώς και η χρονολογία έναρξης της αγιογράφησης του κυρίως Ναού, 03 Μαΐου του έτους 1885.
Οι τοιχογραφίες για χρόνια είχαν επικαλυφτεί από την σκόνη και τους καπνούς που ανάδυαν τα αναμμένα κεριά και η θερμάστρα, που οι επίτροποι την κρατούσαν αναμμένη τις κρύες και παγωμένες ημέρες του χειμώνα κατά την λειτουργία της εκκλησίας. Κάποια στιγμή το εκκλησιαστικό συμβούλιο έκρινε ότι αυτός ο κρυμμένος θησαυρός έπρεπε να έρθει στο φως. Έτσι, ανέθεσε στην αρχαιολογική υπηρεσία του Ν. Μαγνησίας που φρόντισε με την σειρά της να στείλει ειδικούς, οι οποίοι καθάρισαν και αποκατέστησαν τις αγιογραφίες στην αρχική τους κατάσταση. Βέβαια, κάποια φθορά είναι προφανής στις τοιχογραφίες κυρίως του ιερού βήματος.
Πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι τοιχογραφίες του ιερού βήματος, όπως φυσικά και του κυρίως Ναού. Στην κόγχη του ιερού απεικονίζεται η Πλατυτέρα των ουρανών. Περιστοιχίζεται από άλλες μικρότερες αγιογραφίες. Σε άλλα σημεία του ιερού βήματος υπάρχουν άλλες ζωγραφικές συνθέσεις, όπως η αποκαθήλωση στην ανακουφιστική κόγχη, η προσκύνηση των Μάγων και ολόσωμες παραστάσεις αγίων της εκκλησίας, όπως ο Άγιος Αθανάσιος, ο Άγιος Μελέτης και άλλες. Όλη η διακόσμηση του ιερού, παρότι σήμερα έχει υποστεί κάποια φθορά, δημιουργεί το απαραίτητο κλίμα και την εσωτερική δημιουργεί το απαραίτητο κλίμα και την εσωτερική διάθεση στον προσκυνητή να επικοινωνήσει με τον Θεό.
Για να κατανοηθεί καλύτερα η τεχνοτροπία με την οποία αποδίδονται οι μορφές στις πολυπρόσωπες αγιογραφίες αλλά και στις πιο απλές θα παραθέσουμε ορισμένα τεχνοτροπικά στοιχεία της Σχολής της Σαμαρίνας.
Η Σαμαρίνα, μικρό χωριό κοντά στα Γρεβενά, από πολύ παλιά ήταν ξακουστή για τους ζωγράφους- αγιογράφους σε όλον τον ελληνικό κόσμο. Η τεχνοτροπία των Σαμαριναίων ζωγράφων είναι αισθητή ιδίως στις προσωπογραφίες. Για την Σχολή αυτή οι πιο δημιουργικοί αιώνες ήταν οι 18ος και 19ος αιώνας. Οι κορυφαίοι δάσκαλοι της Σχολής συνδέονται μ’ αυτήν του Αγίου Όρους: Κύρια χαρακτηριστικά της τέχνης τους είναι η χρήση του κόκκινου και μπλε χρώματος, τα ευτραφή πρόσωπα με κόκκινα μάγουλα και γαλάζια ενδύματα. Η αφηγηματική άνεση στις πολυπρόσωπες τοιχογραφίες αλλά και η προσπάθεια απόδοσης των ψυχολογικών αντιδράσεων με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια.
Επανερχόμενοι, στην εξέταση της τεχνοτροπίας στις παραστάσεις του ιερού βήματος παρατηρούμε ότι η πλατυτέρα στην κόγχη απεικονίζεται με την γλυκύτατη έκφραση της στο πρόσωπο, ο τόνος είναι υπερβατικός, ενώ το κόκκινο και σκούρο χρώμα είναι σαφώς ξεθωριασμένο. Οι πολυπρόσωπες ζωγραφικές συνθέσεις είναι κοντόσωμες με στρογγυλά πρόσωπα και σκούρα χρώματα(μπλε-καφετί-κοκκινωπό). Απουσιάζουν δηλ. οι έντονες χρωματικές αποχρώσεις του κόκκινου και του γαλάζιου. Κάποιες διαφορές που διαπιστώνονται στην απόδοση των μορφών του ιερού Βήματος από αυτές του κυρίως Ναού, ίσως να οφείλονται στη χρονική απόσταση των 40 και πλέον ετών που υπάρχει ανάμεσα στην αγιογράφηση του ιερού βήματος και του κυρίως Ναού.
Στο τέμπλο του ιερού Βήματος υπάρχουν φορητές εικόνες, τοποθετημένες σε τετραγωνικά πλαίσια που χρονολογούνται άλλες στα 1853, σύμφωνα με την ιδιόχειρη επιγραφή του αγιογράφου Ιωάννου και άλλες στα 1871. τα πρόσωπα στις εικόνες αυτές δίδονται σύμφωνα με την ιερή παράδοση, υπερβατικά, με έκφραση καλοσύνης και αγιότητας. Γενικά, όλες οι παραστάσεις του ιερού βήματος είναι κάπως ”πιο αυστηρές” απ’ ότι οι παραστάσεις στον κυρίως Ναό. Όλη αυτή η εικονογραφική διακόσμηση δημιουργεί στον προσκυνητή μια εσωτερική περισυλλογή που οδηγεί στην αναγκαία επικοινωνία με τον Θεό.
Οι τοιχογραφίες στον κυρίως Ναό παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον. Δίδονται σε 4 ζώνες στο Ν. και Β. και σε 3 στο Δυτικό. Ξεκινώντας από το Δ. τοίχο και στην πρώτη ζώνη η θεματολογία είναι από την Παλαιά Διαθήκη, που συνεχίζεται και στο Ν. τοίχο. Τέτοιες παραστάσεις είναι η ιστορία των πρωτοπλάστων, όπως η δημιουργία του Αδάμ, η εξαπάτηση από το φίδι των πρωτοπλάστων, η εκδίωξη από τον Παράδεισο, η φιλοξενία του Αβραάμ, η Γέννηση του Άβελ και Κάιν και άλλες. Η τεχνοτροπία στις τοιχογραφίες αυτές αποδίδεται με εντυπωσιακό ρεαλισμό και με μεγάλη αφηγηματικότητα, ενώ τα δέντρα ανάμεσα στις μορφές και η προσπάθεια απόδοσης των διαφόρων επιπέδων του χώρου, μέσα στον οποίο τοποθετούνται οι παραστάσεις θυμίζουν κλασικίζοντα ζωγραφικά στοιχεία.
Στη Ν. πλευρά στην πρώτη ζώνη απεικονίζονται σκηνές από τη ζωή και τη δράση του Ιησού(από την γέννηση μέχρι και την ανάνηψη) οι σκηνές αυτές συνεχίζονται και στη Β. πλευρά. Η τεχνοτροπία εδώ είναι ίδια μ’ αυτή των παραστάσεων του ιερού βήματος. Επικρατεί και εδώ η εξαΰλωση, το υπερβατικό στοιχείο, που ενισχύεται με το λαμπερό φωτοστέφανο. Οι λεπτότατες πτυχώσεις στα ενδύματα σπάνε τη βαρύτητα και τη μονοτονία του ενδύματος. Στη δεύτερη ζώνη της νότιας και βόρειας πλευράς απεικονίζονται μικρές προσωπογραφίες αγίων, που το διάκενο διανθίζεται από την ιερή άμπελο.
Στην Τρίτη ζώνη των ιδίων τοίχων απεικονίζονται ολόσωμες μορφές αγίων. Σ’ αυτές ο καλλιτέχνης προσπαθεί να παρέμβει με τρόπο κάπως υποκειμενικό στην ζωγραφική τεχνοτροπική ερμηνεία. Ωστόσο είναι χαρακτηριστική η χρωματική δύναμη του κόκκινου και του γαλάζιου της Σχολής της Σαμαρίνας, ενώ προσπαθεί να μας δώσει την ψυχολογική έκφραση των προσώπων με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια.
Τέλος, στην τελευταία ζώνη της νότιας και της βόρειας πλευράς και στην δεύτερη και την τρίτη της δυτικής υπάρχουν διακοσμητικά τετράγωνα(για την κάλυψη προφανώς του χώρου) με το σχήμα Χ (που σημαίνει Χριστός) διανθισμένα με μικρές κουκκίδες ανθέων.
Περιοχή Δ.Ε. Αγίου Γεωργίου Τυμφρηστού
Η εκκλησία Αγίας Τριάδας στη Mεγάλη Kάψη. Kτίστηκε το 1749 και είναι βασιλικού ρυθμού.
Η εκκλησία του Παλαιοκάστρου, η Κοίμησης της Θεοτόκου. Από τις παλαιότερες εκκλησίες με αξιόλογο τέμπλο και εικόνες σπάνιας βυζαντινής τέχνης.
Ο Ιερός ναός του Αγίου Δημητρίου:
Πρόκειται για ένα μεταβυζαντινό μνημείο εξαιρετικής αξίας, όχι μόνο για τον Δήμο Αγίου Γεωργίου αλλά και ολόκληρης της Ρούμελης. Είναι χτισμένος στο ανατολικό άκρο της μεγάλης πλατείας του Τοπικού Διαμερίσματος Μαυρίλου. Η ίδρυση του συμπίπτει με την οικονομική ακμή του χωριού, κατά την εποχή του Ελληνικού Διαφωτισμού, που χρονολογείται ενάμισι περίπου αιώνα μετά την έναρξη της Τουρκοκρατίας, που συνέβη το 1470. Η θεμελίωση του ναού χρονολογείται κάπου στις αρχές του 1600. Πρώτο στοιχείο που το αποδεικνύει είναι η διάσωση στο σημερινό ναό εικόνων αυτής της εποχής, όπως αυτές του Αγίου Χαραλάμπους(1628), της Αγίας Παρασκευής με την Αγία Αικατερίνη(1662), του Αγίου Νικολάου (1662) και του Προδρόμου (1662). Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, η περάτωση της ανέγερσης και τοιχογράφησης του νέου ναού έγινε στις 6 Νοεμβρίου 1728. Ο ναός εσωτερικά είναι κατάγραφος με εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες και διαθέτει πλούσια εκκλησιαστικά κειμήλια, δείγματα της θρησκευτικής ευλάβειας, αλλά και της κοινωνικής τάξης των κτητόρων.
Ναός Αγίου Δημητρίου – Μαυρίλο
Στο εσωτερικό ο ναός είναι τρίκλιτος σε ρυθμό βασιλικής με τρία μέρη: το νάρθηκα, τονκυρίως ναό και το ιερό, που χωρίζεται με ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο ηπειρωτικής τεχνοτροπίας. Έχει πλούσια διακοσμημένο άμβωνα, προσκυνητάρι, ξυλόγλυπτο δεσποτικό θρόνο και δυο αναλόγια με φιλντισένιο διάκοσμο(1745). Εκτός από την άλλη διακόσμηση του ναού πρωτεύουσα σημασία έχει η αγιογράφηση του. Όλοι οι εσωτερικοί τοίχοι εκτός του δυτικού αλλά και η πρόσοψη του γυναικωνίτη είναι εικονογραφημένοι σύμφωνα με την βυζαντινή τάξη. Μικρές και μεγάλες εικόνες όπως αυτές του τέμπλου και οι τοιχογραφίες είναι έργα πολύ αξιόλογα, δουλεμένα με επιμέλεια και έντονη καλλιτεχνική διάθεση και θρησκευτικότητα. Ο Ιερέας Κωνσταντίνος μαζί με τον Αναγνώστη Μιχαήλ, τοιχογράφησαν τον ναό (1728), όπως αναγράφεται στην Κτητορική επιγραφή.
Τοιχογραφία – Η Κοίμησις της Θεοτόκου
Στο εσωτερικό του σημερινού ναού, υπάρχουν δύο επιγραφές. Η πρώτη κτητορική, βρίσκεται στη νότια πλευρά πάνω από την πόρτα της κεντρικής εισόδου και είναι γραμμένη με κεφαλαία συμπλεκόμενα γράμματα όπως συνηθιζόταν στη βυζαντινή εποχή. Η άλλη επιγραφή στη βορεινή πλευρά συνοδεύει μια τοιχογραφία που παριστάνει τους τρεις κτήτορες που κρατούν στα χέρια τους ομοίωμα του ναού.