Η πατρίδα του Αχιλλέα αποτέλεσε και αποτελεί ένα αινιγματικό και ακανθώδες ζήτημα. Υπήρξε; Ο Όμηρος λέγει ναι. Ο Αχιλλέας έχει ένα πραγματικό βασίλειο, με γεωγραφικά όρια, γείτονες λαούς, πόλεις, λαό δικό του, όπου κέντρο του βασιλείου του και σημείο αναφοράς είναι ο ποταμός Σπερχειός.
Σήμερα, κάθε αναφορά στην πατρίδα του Αχιλλέα φαντάζει ένα άπιαστο όνειρο, αφού τίποτε ουσιαστικό δε βρέθηκε, που να τον συνδέει με έναν ρεαλιστικό χώρο. Οι Μυκήνες, η Πύλος, η Τύρινθα…, ιδιαίτερες πατρίδες ομηρικών ηρώων, ανεβρέθηκαν και έδωσαν πλούσια στοιχεία για την ελληνική προϊστορία, δεν αποκαλύφθηκαν ακόμη η Φθία ή η Ελλάς.
Τα μυστικά των φθιωτικών ανακτόρων, οι πινακίδες, οι τάφοι της βασιλικής οικογένειας, προσωπικά αντικείμενα…, όλα αυτά, που μπορούν να δώσουν οντότητα στο μύθο, δεν ήρθαν ποτέ στο φως, για να επιβεβαιώσουν την ομηρική αφήγηση. Πολλά είναι τα ερωτηματικά, που συνοδεύουν αυτή τη δυσκολία στον εντοπισμό τους. Μήπως, τελικά, αυτός ο εντοπισμός τους απέτυχε, επειδή ακολουθήθηκαν εντοπισμοί, που πρότεινε, κυρίως, η μεταγενέστερη του Ομήρου γραμματεία και αγνοήθηκε ο Όμηρος;
Επειδή η θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος αφήνει περιθώρια για ποικίλες απόψεις, τίθεται ένα βασικό ερώτημα που πρέπει ν΄ απαντηθεί: «Πού, λοιπόν, και με ποια επιχειρήματα θα μπορούσαμε να ορίσουμε το βασίλειο του Αχιλλέα;» Κατά την άποψή μας η θέση του βασιλείου μπορεί να προσδιορισθεί σε σχέση με το μοναδικό σταθερό του στοιχείο, που αναφέρεται στην Ιλιάδα και αυτό είναι ο Σπερχειός ποταμός. Παραθέτοντας επιχειρήματα, τα οποία αντλήσαμε, κυρίως, από την ελληνική μυθολογία και τον Όμηρο, θα προσπαθήσουμε να τεκμηριώσουμε τη στενή σχέση μεταξύ Αχιλλέα και Σπερχειού και της κοιλάδας που διαρρέει.
Ο Διογέννητος Σπερχειός αναφέρεται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στο μύθο της Πολυδώρης, της κόρης του Πηλέα, που τη γονιμοποιεί ο ίδιος ο Θεός- ποταμός, που ρέει και ζωογονεί το βασίλειο. Το έκγονο από αυτή τη συνεύρεση, ο Μενέσθιος, γιος του θεού, είναι μαχητής στον κοινό αγώνα κατά της Τροίας, συντροφιά με το νόμιμο βασιλιά (ή διάδοχο) του τόπου, τον Αχιλλέα, που προστατεύει ο θεός- ποταμός.
Ένα άλλο σημείο στο οποίο πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας είναι τα λόγια του Αχιλλέα, μπροστά στη νεκρική κλίνη του αγαπημένου φίλου του Πατρόκλου:
«…Σπερχειέ, άδικα σου έταξε ο πατέρας μου πως,
όταν εγώ γυρίσω, εκεί στην πατρική μου γη, για χάρη σου,
θα έκοβα τα μαλλιά μου και θα σου πρόσφερα ιερή, πλούσια θυσία
και πως εκεί θα έσφαζα πενήντα βαρβάτα κριάρια στις πηγές σου,
όπου έχει τέμενος και ευώδη βωμό…» (Ψ 144-147).
Ο διάδοχος βασιλιάς, μπροστά στο λαό που προέρχεται από τη Φθία και λατρεύει τον «επιχώριο» ποταμό, νιώθει το ιερό χρέος ν΄ απευθυνθεί ενώπιόν τους στον τοπικό προστάτη (θεό-ποταμό), και με παράπονο και μεγάλη λύπη να πει δημόσια ότι θα αθετήσει το καθιερωμένο αφιερωματικό «δώρο» προς τιμήν του. Δηλαδή, υπενθυμίζοντας την ευχή του Πηλέα, «να του αποθέσει στις πηγές την κόμη του γιου του», μαζί με «ιερή εκατόμβη», πλούσια θυσία, γνωστοποιεί σε όλους ότι η τελετή προσφοράς δε θα εκτελεστεί, γιατί το τιμητικό δώρο θα προσφερθεί στο νεκρό ήρωα Πάτροκλο.
Η συνήθεια αυτή φαίνεται ότι είχε μεγάλη σημασία στα πρώιμα λατρευτικά έθιμα των ελληνικών φύλων (Δαναών -Αχαιών- Ιώνων), που η σχέση τους και η νοηματική τους σύνδεση με τους ποταμούς και το νερό διατηρείται στα ίδια ονόματα που έφεραν. Οι πρώτες συλλογικές ονομασίες των ελληνόγλωσσων φύλων, που χρησιμοποιεί ο Όμηρος, προέρχονται, ως ελληνικές λέξεις, από ρίζες που σημαίνουν «νερό». Αχαιός από τη ρίζα akw = νερό, Δαναός από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα danu = νερό, Ίωνας από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα is =θεραπεία, ορμή. Επίσης ο γενάρχης Δευκαλίωνας από το δευ, του ρήματος δεύω= βρέχω. Σχέση με το νερό έχει και το όνομα του Αχιλλέα που παράγεται από την ίδια ρίζα με τη λέξη Αχαιός, που προαναφέρθηκε. Η πεποίθηση ότι οι ποταμοί είχαν μεγάλη δύναμη για την ανάπτυξη των παιδιών και ότι το νερό κάποιων πηγών είχε ζωογόνο δύναμη, ήταν βαθιά ριζωμένη στους προγόνους μας και δεν είναι τυχαίο ότι πολλές γενεαλογίες ηρώων προέρχονταν από ποταμούς.
Συνεπώς, η εκδήλωση τιμής και λατρείας από τον πατέρα ενός νέου στους ντόπιους ποταμούς, ήταν πράξη «επιβεβλημένη», που σήμαινε μια τελετουργία, πολύ αρχαία, κοντά στο νερό, την πηγή ζωής και πλούτου, που γινόταν όχι μόνο στους ποταμούς, αλλά γενικά, στις πηγές, στην αρχή των υδάτων (και της ζωής), που άρδευαν και ζωογονούσαν ολόκληρες περιοχές. Για να εννοήσουμε καλύτερα τις ομηρικές αναφορές θα αναφερθούμε επιγραμματικά σε κείμενα ιστορικών ερευνητών, σχετικά με την αρχαία ελληνική θρησκεία.
Συγκεκριμένα, ένας αξιόλογος επιστήμονας, ο w. Burkert, σχολιάζει: « Η ιδέα ότι οι ποταμοί είναι θεοί και οι πηγές νύμφες είναι βαθιά ριζωμένη, όχι μόνο στην ποίηση, αλλά στην πίστη και στην τελετουργία. Η λατρεία αυτών περιορίζεται μόνο από το γεγονός ότι συνδέονται αναπόσπαστα με έναν ιδιαίτερο τόπο. Κάθε πόλη τιμά το δικό της θεό ποταμό, τη δική της πηγή. Για τον ποταμό ιδρύεται τέμενος και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και ναός. Αγόρια και κορίτσια, κατά την ενηλικίωσή τους, προσφέρουν τα μαλλιά τους, αναθήματα αφιερώνονται σε οικίσκους πηγών, ζώα σφαγιάζονται μέσα στους ποταμούς και στις πηγές».
Το γεγονός ότι στο κείμενο αναφέρονται οι λέξεις τέμενος, βωμός και πηγές του ποταμού, αυτό σημαίνει ότι, όχι μόνο η τελετουργία, που έχει τους απαραίτητους τελετουργικούς χώρους, την υποδομή (βωμός), ελέγχεται από τον Πηλέα, αλλά και ότι και οι πηγές, και όλη η ροή και η χρήση των υδάτων του Σπερχειού ανήκουν στον ίδιο. Όλα δείχνουν τη στενή σχέση ποταμού-βασιλιά και τη δικαιοδοσία του Πηλέα σε όλη την κοιλάδα εκατέρωθεν της ροής του, γιατί αυτός είναι ο τοπικός θεός ποταμός, στον οποίο μόνον αυτός προσωπικά, και ο γιος του, από όλους του βασιλείς της Φθίας μπορεί να εύχεται. Ο προστάτης θεός δικαιούται να γονιμοποιήσει την κόρη του βασιλιά Πηλέα, την Πολυδώρη (εύφορη γη), ώστε ο γιος του Σπερχειού, ο Μενέσθιος (Π 175) να μεταφέρει ως στοιχείο της ύπαρξής του τη θεϊκή δύναμη στο βασιλικό γένος και ο οποίος δικαιωματικά, ως απόγονος του θρόνου, διοικεί ένα από τα πέντε στρατιωτικά σώματα του Αχιλλέα.
Ο ίδιος ο Αχιλλέας υπόσχεται να προσφέρει τα μαλλιά του στο Σπερχειό, μετά την επιστροφή του. Λογικά αυτό μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν ο λαός, που ήρωές του ήταν ο Πηλέας και ο Αχιλλέας, κατείχε την κοιλάδα του Σπερχειού. Αποτυπώνεται έτσι μια πραγματικότητα, ότι δεν μπορεί να αποσπασθεί το βασίλειο του Αχιλλέα από την κοιλάδα του Σπερχειού, ούτε και ο Σπερχειός από την παράδοση των Μυρμηδόνων- Ελλήνων. Είναι κάπως παράλογο ο Σπερχειός ποταμός να λατρεύεται σε μια άλλη περιοχή ως θεός, τη στιγμή που ούτε τα νερά του προσφέρει εκεί, ούτε κάνει εύφορη τη γη, για να ανταμείβεται τιμητικά και ο ντόπιος βασιλιάς να του προσφέρει την κόμη του διαδόχου του. Άλλωστε και η μεταφορά εκατό βοδιών ή πενήντα κριαριών από ένα μακρινό τόπο στις πηγές άλλου ποταμού για να θυσιαστούν φαντάζει προσπάθεια αρκετά χρονοβόρα και επίπονη.
Το νόημα της ευχής του Πηλέα για τη θυσία και ο μύθος της γονιμοποίησης της κόρης του βασιλιά αποδεικνύουν με σαφή τρόπο το τι δήλωναν οι ανάλογοι μύθοι, που είχαν ως θέμα τη συνεύρεση ποταμού (θεού) και κόρης (άρχοντα), δηλαδή συμβόλιζαν τη σχέση ποταμού- εύφορης γης και συνεπώς, αγαθών-λαού ή πλούτου- βασιλικής εξουσίας.
Αυτά τα δύο νευραλγικά σημεία (επίκληση-γονιμοποίηση) είναι κατά τη γνώμη μας ατράνταχτα στοιχεία που τεκμηριώνουν τη στενή σχέση Αχιλλέα και Σπερχειού. Βέβαια, αυτή η προσέγγιση «εκτοπίζει» το βασίλειο του Αχιλλέα έξω από τις πεδινές και εύφορες θεσσαλικές περιοχές και το καθιστά στενόχωρο και περιορισμένο, με ελάχιστα εδάφη προς τη νότια Θεσσαλία, όμως πιστεύουμε ότι ως άποψη δεν αποτελεί καθόλου υπερβολή, ούτε είναι μακριά από το νόημα των ομηρικών αναφορών. Ο Αχιλλέας, σύμφωνα με τον κατάλογο των πλοίων, όπου απαριθμούνται οι δυνάμεις των Αχαιών στην εκστρατεία κατά της Τροίας, έχει μαζί του 50 καράβια και 2500 άντρες, μικρή, συγκριτικά, δύναμη σε σχέση με άλλους βασιλείς, διοικούσε μόνο 5 πόλεις ή περιοχές και είχε μικρή επιρροή στο στράτευμα, όπως φαίνεται κατά τη διαφωνία του με τον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, όταν ουδείς βασιλιάς, φίλος ή γείτονάς του συντάσσεται με εκείνον. Συνεπώς, και πάντα κατά το Όμηρο, ο Σπερχειός και η κοιλάδα του, ως γεωγραφική και πολιτική οντότητα, αποτελεί σημείο αναφοράς μόνο για τον Αχιλλέα και το γιο του Νεοπτόλεμο.
Μια άλλη απορία που πιθανόν να δημιουργείται, όταν κάθε προσέγγιση περικεντρώνεται γύρω από το Σπερχειό, αφορά τη σταθερότητα της συγκεκριμένης ονομασίας του Σπερχειού και η ταύτισή του με την κοιλάδα του Μαλιακού κόλπου. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν ποταμός Σπερχειός, πέραν του Ομήρου, αναφέρεται σε άλλα κείμενα ως ποταμός της περιοχής όπου βρίσκεται και η σημερινή κοιλάδα. Τόσο ο Ηρόδοτος και ο Παυσανίας, όσο και άλλοι ιστορικοί και συγγραφείς, συντήρησαν το όνομά του, συνδέοντάς το πάντα με την περιοχή της νυν Φθιώτιδας. Είναι λοιπόν γεγονός ότι ο ποταμός διαφύλαξε, όχι μόνο το όνομά του, αλλά και μια σταθερή γεωγραφική ταύτιση με τη συγκεκριμένη κοιλάδα, που, όπως φαίνεται, για εκατοντάδες χρόνια κράτησε ζωντανές μνήμες και λαούς, που, είτε κοντά σ΄ αυτόν ή απομακρυσμένοι, συντήρησαν τους μύθους. Εκείνο όμως που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι ο Σπερχειός ποταμός, από το 14ο αιώνα μ.Χ. και μετά, καταγράφεται με την ονομασία «Ελλάδα», όπως πιστοποιείται από περιηγητές κυρίως και διάφορους χάρτες.
Μια ονομασία που αναβιώνει, ανεξήγητα, τη σχέση ανάμεσα σ΄ αυτόν και στο όνομα «Ελλάς», την οποία ο Όμηρος δύο χιλιάδες περίπου χρόνια νωρίτερα αποδίδει στον αρχαίο λαό της περιοχής, τους Μυρμηδόνες, τους οποίους πρωτοσυναντάμε στην Τροία, ενώ υποπτευόμαστε από τα κείμενά του, ότι εκεί, κοντά στις όχθες του ποταμού, θα υπήρχε είτε η περιοχή, είτε η πόλη Ελλάς. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι υπάρχουν μαρτυρίες (Προκόπιος 6ος αιώνας, Φραντζής 15ος αιώνας κ.ά.), σύμφωνα με τις οποίες η κοιλάδα του Σπερχειού και μια ευρύτερη περιοχή γύρω από αυτόν έφεραν επίσης την ονομασία «Ελλάς». Η εντυπωσιακή αυτή σύνδεση της ονομασίας «Ελλάς» πόλης ή περιοχής, πότε με το Σπερχειό και πότε με την κοιλάδα του, δείχνει να μην είναι, ούτε αυθαίρετη αλλά ούτε και τυχαία, όταν μάλιστα, αποδεικνύεται μακροβιότατη και επίμονη.
Όμως και η γεωμορφολογία της κοιλάδας, σε πολλές θέσεις της οποίας βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή οι οικιστικοί- στρατηγικοί κανόνες των Αχαιών, καθώς και τα διάσπαρτα επιφανειακά ευρήματα (κτίσματα, όστρακα κ.ά.), από τη λίθινη έως τη ρωμαϊκή εποχή, μας πείθουν ότι ήταν τμήμα του μυκηναϊκού κόσμου, όπως υποστηρίζουν επιφανείς ιστορικοί ερευνητές και αρχαιολόγοι. Λόγοι που ασφαλώς συνηγορούν στην τεκμηρίωση της άποψής μας.
Συμπερασματικά, η πατρίδα του Πηλέα και του Αχιλλέα, η Εριβώλακα Φθία, που κατά τον Όμηρο προσδιορίζουν το Πελασγικό Άργος, η Άλος, η Αλόπη, η Τραχίνα, η Ελλάς και η Φθία και που οι κάτοικοί της ονομάζονταν Μυρμηδόνες και Έλληνες και Αχαιοί (Β 681-685), συνδέεται αναπόσπαστα με το Σπερχειό και την κοιλάδα του. Έτσι λοιπόν, κάθε προσπάθεια αναζήτησης και εντοπισμού, με ιστορικά και γεωγραφικά δεδομένα, του βασιλείου του επιφανέστερου ήρωα της Ιλιάδας πρέπει, κατά την άποψή μας, να έχει ακλόνητο, σταθερό και αμετακίνητο σημείο αναφοράς, το ποτάμι των μύθων και των θρύλων, το ποτάμι των ηρώων και των θεών, το Σπερχειό.
- Αδάμης Ευθύμης-Ευθυμίου Τάκης-Κανέλλος Βασίλης «Αναζητώντας ίχνη του Ομηρικού Αχιλλέα στην κοιλάδα του Σπερχειού. Ιστορική-Μυθολογική- Φιλολογική- Λαογραφική και Τοπογραφική προσέγγιση».
- Όμηρος «Ιλιάδα».
- Εισήγηση του Βασίλη Κανέλλου στο 4ο Συνέδριο Φθιωτικής Ιστορίας
Περιοχή Δ.Ε. Σπερχειάδας
Στα παλιά χρόνια υπήρχε μια οδική αρτηρία η οποία ένωνε τη Θεσσαλία με την Αιτωλία και τη Δωρίδα, δια μέσω της κοιλάδας του Σπερχειού και την οποία αναφέρουν αρκετοί Έλληνες και ξένοι ιστορικοί ερευνητές και αρχαιολόγοι. Ο δρόμος αυτός έχει συνδεθεί με ιστορικά γεγονότα από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα και απ’ ότι φαίνεται η χρήση του ανάγεται στη νεολιθική ακόμη εποχή. Η διαδρομή διαγράφεται εμφανής τόσο από τη μορφολογία του εδάφους, όσο και από μια σειρά οχυρώσεων κατά μήκος της. Από τη δυτική Όθρη διέρχεται την κοιλάδα του Σπερχειού και παρακάμπτοντας από ανατολικά τα υψώματα του Γουλινά ακολουθεί κατά ένα μεγάλο μέρος την κοίτη του ποταμού Ινάχου (Βίστριζα), διέρχεται από τις περιοχές Περιβολίου, Μαρμάρων και τα οροπέδια της δυτικής Οίτης και από έναν αυχένα μεταξύ Οίτης και Βαρδουσίων, όπου βρίσκονται η Ανατολή και η Δάφνη, διακλαδίζεται προς Καστριώτισσα και Μουσουνίτσα. Η σειρά των οχυρώσεων που καθορίζουν αυτή τη διαδρομή είναι της Μακρακώμης, Καστρορράχης, Ελληνικών, Περιβολίου και Μαρμάρων.
Απομεινάρια αρχαίων οικισμών και οχυρώσεων που σχετίζονται με την ιστορία αυτής της περιοχής είναι:
Καστρόρραχη
Ο λόφος Καστρόρραχη ή Καστρορράχη βρίσκεται βόρεια του χωριού Φτέρη, κοντά στο Σπερχειό και απέναντι από το χωριό Βίτωλη. Οι δυο κορυφές του λόφου περικλείστηκαν από ένα τείχος, του οποίου ο τρόπος κατασκευής μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι χτίστηκε την ίδια εποχή μ’ αυτό της Μακρακώμης, γύρω στα 300 π.Χ. Από τα επιφανειακά ευρήματα υπερέχουν αριθμητικά κομμάτια μεγάλων αποθηκευτικών πιθαριών και κεραμιδιών, καθώς και όστρακα της τοπικής κοκκινωπής κεραμικής που χρονολογείται στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Λέγεται επίσης ότι έχουν βρεθεί και όστρακα νεολιθικής εποχής. Η τοποθεσία έχει ανακηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος, σύμφωνα με την αριθ. 1154/4-3-1964 απόφαση της Νομαρχίας Φθιώτιδας, (ΦΕΚ 91Β’/19-3-1964). Στην επιστημονική λογοτεχνία η Καστρόρραχη ταυτίζεται με την αρχαία Σπέρχεια, η οποία καταστράφηκε κι αυτή το 198 π.Χ. από τους Αιτωλούς. Σε γειτονικό λόφο που ονομάζεται Μηλόραχη, έχει βρεθεί νεολιθική κεραμική καθώς και εποχής χαλκοκρατίας. Κατά την κ. Φανουρία Δακορώνια εκεί υπήρχε νεολιθικός οικισμός.
Ελληνικά
Τα Ελληνικά είναι το τρίτο από τα φρουριακά συγκροτήματα που φράζουν τη δυτική πλευρά της κοιλάδας του Σπερχειού. Το τείχος, του οποίου ένα μέρος διασώζεται, περιέχει μια σχεδόν τριγωνική κάτοψη και περικλείει δύο κορυφές του περίπου 600 μ. ψηλού λόφου, από το οποίο μπορεί κανείς να επιβλέπει ένα μεγάλο μέρος της κοιλάδας. Χρονολογείται ότι κι αυτό χτίστηκε το 300 π.Χ. Πολύ κοντά, νοτιοδυτικά της Φτέρης, βρέθηκε το 1972 ένα άγαλμα της Αφροδίτης, το οποίο χρονολογείται στον 1ο π.Χ. αιώνα και σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λαμίας. Και η τοποθεσία αυτή έχει ανακηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος, σύμφωνα με την αριθ. 8945/23-8-1961, (ΦΕΚ 389Β’/23-8-1961), απόφαση της Νομαρχίας Φθιώτιδας. Υποστηρίζεται ότι τα Ελληνικά και η Καστρόρραχη αποτελούσαν τμήμα της οχύρωσης της ίδιας πόλης, της Σπέρχειας. Η Σπέρχεια ή οι Σπερχειαί, ήταν ένας σπουδαίος σχετικά οικισμός όπως φαίνεται από το γεγονός ότι ένας κάτοικός της, ο Μένων, γιος του Ξενάρχου, αναφέρεται σε μια λίστα των θεοροδώκων στους Δελφούς.
Διασέριανη
Είναι τοποθεσία ανατολικά της Σπερχειάδας. Σε ένα λόφο της βρέθηκαν πολλά όστρακα τα οποία χρονολογούνται τουλάχιστον από τη 2η π.Χ. χιλιετία έως και τη ρωμαϊκή εποχή. Αξιοσημείωτη είναι η συγκέντρωση των οστράκων της προϊστορικής εποχής στην ανατολική πλευρά του λόφου, ενώ στη βόρεια πλευρά του υπερέχουν τα όστρακα από την 1η χιλιετία και αργότερα. Πλήθος θραυσμάτων από κεραμίδια σε αρκετά μεγάλη έκταση, πιστοποιούν την ύπαρξη πολλών κτισμάτων, από τα οποία ελάχιστα ίχνη βρίσκονται σήμερα στην επιφάνεια, λόγω της συνεχούς καλλιέργειας της περιοχής. Τα όστρακα και τα πολυάριθμα βαρίδια αργαλειού μαρτυρούν ότι ο οικισμός αυτός γνώρισε μεγάλη ακμή στην ελληνιστική περίοδο Πιθανολογείται το ενδεχόμενο ο οικισμός αυτός να είναι η Σπέρχεια. Ο Βορτσέλας (Φθιώτις, σελ. 484) αναφέρεται στα ερείπια βυζαντινής πόλης, η οποία έφερε πιθανόν το σημερινό όνομα της τοποθεσίας αυτής. Ήδη η ΙΔ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων έχει αρχίσει δοκιμαστικές ανασκαφές στην περιοχή.
Περιβόλι
Κοντά στο Περιβόλι, που βρίσκεται χτισμένο στις όχθες του Ίναχου (Βίστριζα), υπήρχε ένας αρχαίος οικισμός, του οποίου υπολείμματα βρίσκονται μπροστά από τη βόρεια είσοδο του χωριού. Η πόλη εκτεινόταν από τους πρόποδες της περίβλεπτης ακρόπολης μέχρι το ποτάμι, σε μια κατολισθαίνουσα σήμερα πλαγιά. Η ακρόπολη αυτή, χτισμένη στην κορυφή του υψώματος Κοτρώνι, πιθανολογείται ότι χτίστηκε στα ελληνιστικά χρόνια, τότε που η Αινίδα ήταν μέρος της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Τα παλαιότερα όστρακα πιθανόν ανήκουν ακόμα στην 3η χιλιετία π.Χ. Άλλα όστρακα από καλής ποιότητας αγγεία μαρτυρούν την ύπαρξη του οικισμού και στη μυκηναϊκή εποχή (2η χιλιετία π.Χ.). Υπάρχουν επίσης δείγματα όλων σχεδόν των ειδών κεραμικής της 1ης χιλιετίας π.Χ., όπου πάλι παρατηρείται μία ακμή κατά την περίοδο μετά τον 4ο αιώνα π.Χ. Στο πλάτωμα «Μπολιάνα» έχουν βρεθεί κατά καιρούς διάφορες αρχαιότητες, τάφοι, πιθάρια, νομίσματα, μία λαξευτή σαρκοφάγος που διαλύθηκε από σκαπτικό μηχάνημα, καθώς και επιγραφές. Στην ελληνιστική εποχή χρονολογείται και το σπουδαιότερο ίσως μνημείο που βρέθηκε μέχρι τώρα στη δυτική κοιλάδα του Σπερχειού και των παραποτάμων του: ένας μεγάλος τάφος χτισμένος από καλοδουλεμένους τετραγωνισμένους ογκόλιθους. Ανήκει στο λεγόμενο μακεδονικό τύπο με θολωτή στέγη. Το εσωτερικό των τοίχων ήταν καλυμμένο με κονίαμα και πιθανόν ζωγραφισμένο. Ένα τετράγωνο κτίσμα, με μεγάλους λίθους, κτίστηκε πάνω στο θάλαμο του τάφου, ίσως μεταγενέστερα. Ο αρχαιολόγος κ. Πάντος Πάντος, διατύπωσε την άποψη ότι το κτίσμα αυτό χρησιμοποιούνταν προφανώς ως «ηρώο» για τη νεκρολατρεία (Αρχαιολογικά ευρήματα από τη ΝΔ Αινίδα). Εκτιμά επίσης ότι ο τάφος είχε συληθεί ήδη από την αρχαιότητα, αλλά δεν έπαυσε να χρησιμοποιείται έως και τον 7ο αιώνα μ.Χ. Στα σημαντικότερα κτερίσματα του τάφου καταγράφεται και μια σειρά από λύχνους των υστερορωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών έως πρωτοβυζαντινών χρόνων. Στους υστερορωμαϊκούς λύχνους ανήκουν μερικοί αττικοί λύχνοι με διάφορες παραστάσεις, ενώ οι υπόλοιποι είναι «βορειοαφρικανικού τύπου», του οποίου αποτελούν τοπικές, ελλαδικές απομιμήσεις, τουλάχιστον οι περισσότερα από αυτούς. Τα λυχνάρια αυτά χρονολογούνται, κατά τον κ. Πάντο, από το 400 έως το 700 π.Χ. Φέρουν στους ώμους τους διάφορα γεωμετρικά σχήματα και στο δίσκο συνήθως διάφορα είδη σταυρών ή εικονικές παραστάσεις, όπως: ένα παγώνι (συνηθισμένο παλαιοχριστιανικό σύμβολο), ένας κρατήρας με ένα πτηνό επάνω, μια γαζέλα κ.ά. Ένα λυχνάρι φέρει μια παράσταση της Αναλήψεως του Κυρίου. Ο κ. Πάντος, επικαλούμενος μια επιγραφική μαρτυρία, πιθανολόγησε την ονομασία αυτής της αρχαίας πόλης ή κώμης του Ινάχου: «Αριστέα». Σε συνεργασία του Δήμου με την αρμόδια υπηρεσία, ο προαναφερόμενος τάφος πρόκειται να μεταφερθεί αυτούσιος στη Σπερχειάδα, προς έκθεση.
Στην τοποθεσία Άγιος Γεώργιος, κοντά στο Περιβόλι, βρέθηκε ένα μικρό οχυρό με ανατολικό προσανατολισμό, πάνω από τη διάβαση του Ινάχου. Κτίστηκε πιθανότατα κατά τη ρωμαϊκή εποχή, όπως φαίνεται από την τειχοποιία του, τα λίγα όστρακα και μια ρωμαϊκή επιγραφή που βρέθηκαν εκεί. Ενισχύει την άποψη ότι φρουρούσε το πέρασμα που προαναφέραμε. (Φανουρία Δακορώνια: Τα υπομυκηναϊκά νεκροταφεία των τύμβων).
Μάρμαρα
Περίπου 4 χλμ. νοτιοανατολικά των Μαρμάρων βρίσκεται μια μικρής έκτασης οχύρωση, η οποία και έδωσε το όνομα στο χωριό. Η οχύρωση αυτή σχηματίζει ένα Π, με ατείχιστη την ανατολική πλευρά της, όπου ένας βράχος πέφτει κατακόρυφα σε βάθος μεγαλύτερο των 30 μ., απρόσιτη από εκεί. Το μικρό αυτό φρούριο, ελληνιστικής μάλλον περιόδου, φύλαγε το πέρασμα ενός παραποτάμου του Ινάχου.
Ένα από τα σημαντικά ευρήματα της περιοχής είναι και το νεκροταφείο των Μαρμάρων, που βρίσκεται νότια του χωριού και στη διαδρομή προς την Ανατολή. Η αρχαιολόγος κ. Φανουρία Δακορώνια, πρώην Προϊσταμένη της ΙΔ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, στο αξιόλογο πόνημά της: «Μάρμαρα. Τα υπομυκηναϊκά νεκροταφεία των τύμβων», Αθήνα 1987, μας δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τους τάφους αυτούς, τις σπουδαιότερες των οποίων συνοπτικά αναφέρουμε:
- Το νεκροταφείο έχει αναπτυχθεί κατά μήκος ενός ορεινού περάσματος, που οδηγεί από τη Θεσσαλία δια μέσω της κοιλάδας του Σπερχειού και των σχηματισμών της δυτικής Οίτης προς Αιτωλία και Δωρίδα.
- Οι τάφοι, εκτός από δύο, ήταν ενταγμένοι σε τύμβους ιδιότυπους, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για τις ταφικές ανάγκες μιας οικογένειας.
- Ο τύπος τάφου είναι ο κιβωτιόσχημος μικρών διαστάσεων και εμφανίζεται σε τρεις μορφές: με πλάκες, με πλευρές κτιστές και μικτός.
- Η εικόνα που παρέχει η κεραμεική του νεκροταφείου συνίσταται από ένα δείγμα μεσοελλαδικών κυρίως παραδόσεων και μυκηναϊκών μιμήσεων. Τα αγγεία προέρχονται από ένα τοπικό εργαστήριο, που ο τεχνίτης του κατέχει τεχνικές παγιωμένες δια μέσω πολλών αιώνων.
- Τα χάλκινα κτερίσματα των τάφων μας δίνουν πληροφορίες ότι μάλλον πρόκειται για μια ομάδα ειρηνική- γεωργοκτηνοτροφική, με κλειστή οικονομία.
- Η ομάδα αυτή δεν έζησε επί πολλά χρόνια στην περιοχή, όπου έθαψε τους νεκρούς της και δεν ήταν ούτε πριν ούτε μετά εγκαταστημένοι εκεί.
- Οι νεκροί ανήκουν σε μια καθυστερημένη ορεινή δωρική ομάδα, που ήταν φορέας μυκηναϊκών και ντόπιων στοιχείων, η οποία μετά την εξασθένηση του μυκηναϊκού κόσμου κινήθηκε με βραδύ ρυθμό και ειρηνικά προς τις εγκαταλελειμμένες αγροτικές εκτάσεις των μυκηναϊκών περιοχών.
Όταν η περιοχή της Αινίδας ενσωματώθηκε στην Αιτωλική Συμπολιτεία (βλέπε την ιστορική αναδρομή), η γραμμή άμυνας των Αιτωλών μεταφέρθηκε βορειότερα, στην Αχαϊα Φθιώτιδα. Οι Αιτωλοί , όπως και οι Αινιάνες πρωτύτερα, γνώριζαν ποιες διόδους έπρεπε να φυλάξουν για να προστατεύσουν το εσωτερικό της Αιτωλίας από τα εχθρικά στρατεύματα που διαβαίνοντας την κοιλάδα του Σπερχειού θα κινούνταν εναντίον τους. Τα περάσματα αυτά ήταν ασφαλώς του Ινάχου και του Ρουστιανίτη, τα οποία και οχύρωσαν. Σαφέστατα οχυρωματικές θέσεις των Αιτωλών είναι και τα κτίσματα που συναντάμε στην περιοχή του Γαρδικίου:
Δυτικά του χωριού, διασώζονται ερείπια φρουριακού συγκροτήματος, τριγωνικού σχήματος και εκτάσεως 300 περίπου τ.μ. Κατά το παρελθόν βρέθηκαν εκεί αργυρά αρχαία νομίσματα Αιτωλών και Οιτέων, καθώς και πλάκα με την επιγραφή «Χαϊνι Γαρδίκι Επίσης, ανατολικά, στη διαδρομή προς το λόφο Άγιοι Θεόδωροι και στη θέση «Μάρμαρα», σώζονται τετραγωνικοί ογκόλιθοι, λείψανα τείχους αρχαίου οχυρού.
Επίσης σε άλλη θέση, στην βόρεια πλαγιά του Γουλινά και πάνω από το Νικολίτσι, που ονομάζεται κι αυτή «Μάρμαρα», διασώζονται ερείπια κτίσματος, κατά το Βορτσέλα πιθανόν βυζαντινού ναού. Ονομάζεται έτσι από μάρμαρα που βρέθηκαν στο χώρο αυτό. Το κτίσμα καταστράφηκε από σκαπτικά μηχανήματα κατά τη διάνοιξη δασικού δρόμου. Δεν αποκλείεται όμως το κτίσμα αυτό να είναι προγενέστερο και να χρησιμοποιούνταν ως «φυλακτήριο».
Πηγές:
- Έρευνα του dr Wolfgang Schurman, Γερμανού αρχαιολόγου.
- Δακορώνια Φανουρίας: «Μάρμαρα. Τα υπομυκηναϊκά νεκροταφεία των τύμβων», Αθήνα 1987.
- «Ιστορική και αρχαιολογική επισκόπηση της κοιλάδας του Σπερχειού»,εφημ. Λαμιακός τύπος, αρ.φ. 16052.
- Βορτσέλα Ιωάννη: «Η Φθιώτις» Αθήνα 1907.
- Πάντου Πάντου: «Αρχαιολογικά ευρήματα από τη Ν.Δ. Αινίδα» Αθήνα 1992.
- Επιμέλεια: Βασίλης Κανέλλος, Εκπαιδευτικός – Συγγραφέας – Δημοτικός Σύμβουλος
Περιοχή Δ.Ε. Μακρακώμης
Μακρά Κώμη
Η αρχαία Μακρά Κώμη φαίνεται να χτίσθηκε από τους Αινιάνες στους λόφους Προφήτη Ηλία και Αστέρια, κοντά στο Πλατύστομο. Οι Αινιάνες αντιλαμβανόμενοι τη στρατηγική σπουδαιότητα του σημείου, έχτισαν την πόλη τους κάτω από το λόφο του Προφήτη Ηλία, νοτιοανατολικότερα από τη θέση Αστέρια. Την ακρόπολή τους την έχτισαν στην κορυφή των δυο λόφων. Αναφορά στην πόλη κάνει ο Ρωμαίος ιστορικός Λίβιος.
Η χρονολόγηση των άφθονων κεραμικών οστράκων ανάγει τα τείχη της στην ελληνιστική και κλασική εποχή.
Σήμερα, σώζονται σημαντικά υπολείμματα του τείχους, ισοδομικού κυρίως τύπου, που κάποτε είχε μήκος 1550μ. περίπου και ήταν ενισχυμένο με πυργίσκους, που έφεραν πύλες με σκαλοπάτια. Το εσωτερικό τού κάστρου κάλυπτε έκταση 1000 στρ. Προς τα ανατολικά ίσως υπήρχε τριπλή οχύρωση, για λόγους υψίστης ασφαλείας.
Το κέντρο της Αινιακής Μακράς Κώμης ήταν εύρωστο και εξασφάλιζε την προστασία της πρωτεύουσας Υπάτης. Μέσα στην ακρόπολη και στις πλαγιές των λόφων, βρέθηκαν, κατά καιρούς, από τους αγρότες, επιτύμβιες επιγραφές, καθώς πήλινοι και ορειχάλκινοι αμφορείς. Τα ευρήματα αυτά φυλάσσονταν σε συλλογή της Κοινότητας, αλλά χάθηκαν κατά τη γερμανοϊταλική κατοχή. Ακόμα, πάνω στην ακρόπολη, βρέθηκε ορειχάλκινος αμφορέας του 4ου αιώνα π.Χ., που σήμερα κοσμεί τη συλλογή του Μουσείου Δελφών και φέρει την επιγραφή «ΜΑΚΡΑ ΚΩΜΗ».
Αξιοσημείωτο είναι ότι μέσα στο κάστρο υπάρχει ένα όρυγμα διαμέτρου 2 μ., λαξευμένο σε βράχο, η διεύθυνση του οποίου στρέφεται ανατολικά, προς την περιοχή Αστέρια, όπου υπάρχει μια τρύπα σαν απόληξη στοάς. Το τι χρησίμευε είναι δύσκολο να διαπιστωθεί χωρίς ανασκαφές.
Ωστόσο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι μάλλον επρόκειτο για μυστική έξοδο σε κοντινή πηγή ή χρησίμευε για υπόγεια δεξαμενή νερού.
Η Μακρά Κώμη Θεωρείται η δεύτερη μετά την Υπάτη, σπουδαία πόλη των Αινιάνων. Καταστράφηκε από επιδρομή των Αιτωλών το 198 π.Χ.
Μάρμαρα
Πρόκειται για μια θέση στα βόρεια του χωριού Μάκρη, πλησίον του κοιμητηρίου γι’ αυτό και το ίδιο έλαβε την ονομασία «Μαρμαρίτσα». Η τοποθεσία ονομάσθηκε έτσι από τα κομμάτια μαρμάρου, που έβγαιναν στην επιφάνεια, κατά την άροση των χωραφιών. Αυτά αποτελούσαν τμήματα κιόνων, αγαλμάτων και κτισμάτων παλιάς εποχής. Αρχαίοι ναοί υπολογίζεται να υπήρχαν σε τρία σημεία:
1) Στην πεδιάδα πλησίον του Σπερχειού, όπου σήμερα υπάρχουν προσχώσεις.
2) Στη θέση Μάρμαρα και
3) Κοντά στην πλακόστρωτη οδό, που οδηγούσε από την ακρόπολη της Μακρά Κώμης στο Αρχάνι.
Το Τοπωνύμιο «Τύμβος-Μαγούλα», που διατηρείται κάπου εκεί, υποψιάζει για την ύπαρξη κάποιου σημαντικού Ταφικού μνημείου.
Το 1929, όταν χτιζόταν η λουτρόπολη Πλατυστόμου, βρέθηκαν κτίσματα αρχαίων λουτρικών αγγείων.
Οι παραπάνω αναφορές και τοποθεσίες, αν και αφορούν νεότερες εποχές, φανερώνουν τη στρατηγικότητα και σπουδαιότητα της περιοχής, ενισχύοντας την πιθανότατα να κατοικήθηκαν και κατά την εποχή του Τρωικού πολέμου.
Τα παλιότερα όμως ίχνη, λόγω της βαθιάς επίχωσης, κρύβονται επιμελώς στα σπλάχνα της φθιωτικής γης.
Νεκρόπολη Πλατυστόμου
Στους πρόποδες του λόφου Προφήτη Ηλία Πλατυστόμου, ανακαλύφθηκαν δύο νεκροταφεία, Υστεροκλασικής και Βυζαντινής εποχής. Επίσης, από λαθρανασκαφή, ήρθε στην επιφάνεια άλλο νεκροταφείο Ν.Δ. του λόφου Κλασικών και Ρωμαϊκών χρόνων. Στη θέση «Κιβούρια» υπάρχουν μεγάλοι τάφοι επενδυμένοι με πλάκες ή λάσπη.
Το 1977 ο Μακρυγιάννη ς-Ματαπάς, σε συνεργασία με την ΙΔ’ Εφορεία Κλασικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων, προέβησαν σε ανασκαφές, κατά τις οποίες βρήκαν οστεοφυλάκιο στο θόλο τάφου, που σημαίνει ότι τα ελληνιστικά ταφικά έθιμα της κοιλάδας του Σπερχειού είχαν την ιδιομορφία τους. Στην τοποθεσία αυτή είναι πολύ πιθανόν να υπάρχουν και μυκηναϊκοί τάφοι, αφού εκεί κοντά, στη θέση Αστέρια, εντοπίσθηκαν μυκηναϊκά όστρακα.
Από το βιβλίο: «ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΟΜΗΡΙΚΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΣΠΕΡΧΕΙΟΥ»
Επιμέλεια: Βασίλης Κανέλλος, Εκπαιδευτικός – Συγγραφέας – Δημοτικός Σύμβουλος
Περιοχή Δ.Ε. Αγίου Γεωργίου Τυμφρηστού
Στο Τοπικό διαμέρισμα του Δικάστρου, στις κορυφές Τσούκα και Κουτσονίκα τα ερείπια των δύο κάστρων της εποχής των Δολόπων και Αινιάνων καθώς και λείψανα αρχαίων οικισμών όπως κιβωτιόσχημοι τάφοι στη θέση «μνήματα» και στο νερόμυλο ευρήματα σημαντικής αρχαιολογικής σημασίας όπως πήλινα αγγεία, πινάκια, δακρυδόχοι, λυχνάρια, σκύφοι, αγνύθες, πρόχοι, τεφροδόχοι, οινοχόες, αμφορείς, ειδώλιο κλπ. Τα δύο κάστρα, άγρυπνοι φρουροί της πολιτιστικής κληρονομιάς, κατασκευάστηκαν κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους με την κεραμική τέχνη, κατά το ισόδρομο ορθογώνιο σύστημα από καλοπελεκημένους ογκόλιθους. Αποτελούσαν φρούρια, αληθινές βίγλες και λόγω της οχυρωματικής τους θέση ήταν ταυτόχρονα ορμητήρια και κρησφύγετα ασφαλείας. Από το 1987 ανακηρύχτηκαν αρχαιολογικοί χώροι με ιδιαίτερη προστασία.