Το Παλαιοχώρι Τυμφρηστού Φθιώτιδας είναι χωριό του Δήμου Μακρακώμης του Νομού Φθιώτιδας. Αποτελεί μία περιοχή με πυκνά δάση από ενδημικές βαλανιδιές όλων των ειδών πλατύφυλλης, ευθύφυλης, γαύρου, τσέρνου, κ.ά. (Στην αρχαιότητα η περιοχή αυτή ονομαζόταν «Δρυοπικό δάσος», διότι στις «οπές των δρυών» κατοικούσαν «αυτόχθονες» του ελλαδικού χώρου οι οποίοι ονομάζονταν «Δρύοπες»). Επίσης, υπάρχουν στην περιοχή δάση από καστανιές, πλατάνια, ιτιές, σφεντάμια, σκλείθρα, θάμνοι μακί (κουτσουπιές, ρείκια, κ.ά). Από τα 800 έως τα 1.400 μέτρα κυριαρχεί η ελάτη, που συνθέτει ένα ελατόδασος. Μετά το όριο της δασικής ζώνης, από τα 1.400 έως τα 1.920 μέτρα, υπάρχει οροπέδιο αλπικής ζώνης που απλώνεται από τις Ράχες Τυμφρηστού, μέχρι το όρος Οξυά, που είναι το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης με δάση οξυάς. Η αλπική ζώνη (κορυφογραμμή) έχει μεγάλες επίπεδες επιφάνειες με πολλές πηγές, που αναβλύζουν άφθονα νερά και αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των νερών του Σπερχειού ποταμού. Το έδαφος είναι καθαρό χώμα φλύσχης και υπάρχει πλούσια βλάστηση με πάνω από 200 είδη αγρίων λουλουδιών όπως: Αγριοβιόλες, νάρκισσοι, ιβίσκοι, μέντες, καμπανούλες, εντελβάις, δακράκια, τσάι (σιδερίτης), ρίγανη, κρόκος, όρχις (σαλέπι), αμάραντος, διάφορα λίλιουμ, κ. ά. Σ´αυτό το λιβάδι, από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο, περνούν τους θερινούς μήνες πάνω από 10.000 αιγοπρόβατα. Τα παλαιότερα χρόνια ο αριθμός των αιγοπροβάτων ξεπερνούσε και τις 100.000, διότι κατέφθαναν στην περιοχή αυτή «Σαρακατσάνοι» από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Αιτωλοακαρνανία κ.ά. Ο κάθε ποιμένας είχε μία συγκεκριμένη θέση στην περιοχή όπου κάθε καλοκαίρι πήγαινε στη θέση αυτή και έστηνε το «Γραίκι» του.

 

Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία

Ο Ναός του Μοναστηριού ήταν τρίκογχος, όπως αυτός διαμορφώθηκε στην ορεινή ενδοχώρα κατά την όψιμη μεταβυζαντινή περίοδο. Ήταν κτισμένος με αργολιθοδομή από λαξευτό ασβεστόλιθο, σε σχεδόν κανονικές στρώσεις με ισοδομικό σύστημα. Ο τρούλος είχε υψηλό κυλινδρικό τύμπανο από λαξευτό πωρόλιθο με μονόλοβα παράθυρα και στέγη με σχιστόπλακες. Η αρχιτεκτονική του Ναού θυμίζει την αρχιτεκτονική των καθολικών των Μονών του Αγίου Όρους και το φυλασσόμενο στο Μοναστήρι, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, Ιερό Λείψανο του δεξιού χεριού του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, μαρτυρούν την ιστορία του Μοναστηριού και την πιθανή αγιορείτικη ή βυζαντινή καταγωγή του. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι κτίσθηκε την περίοδο της εικονομαχίας 727 – 843, άλλοι τοποθετούν το έτος κατασκευής του στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Πάντως, στο Ιερό Ευαγγέλιο του Μοναστηριού, που σώζεται μέχρι σήμερα σε καλή κατάσταση, αναγράφονται στην πρώτη σελίδα του τα εξής: «ΘΕΙΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Νεωστί μετατυπωθέν και επιμελώς διορθωθέν αψος’ Ε΄Ν ΕΤΗΣΙ, 1776, Παρά του Δημητρίου Θεοδοσίου εξ Ιωαννίνων SUPERIORUM PERMISSOY». Γύρω από την εκκλησία υπήρχαν πολλά κελιά (μονόπατα και δίπατα) για να στεγάζονται οι μοναχοί, που την περίοδο της ακμής του ήταν πάνω από 150. Η κτηματική περιουσία του Μοναστηριού, απλωνόταν σε μεγάλη έκταση. Άρχιζε με τα κτήματά του στο Παλαιοχώρι, στα Πηγαδούλια, στα Κανάλια, στη Λευκάδα, στην Κουτσούφλιανη, στο Νικολίτσι στο Κυριακοχώρι και έφθανε μέχρι τα Βασιλικά της Υπάτης. Οι σημερινοί οικισμοί Παλαιοχώρι, Κανάλια, Πίτσι, Λευκάδα, βρίσκονται σε κτηματική περιουσία του διαλυθέντος Μοναστηριού του Προφ. Ηλία και δημιουργήθηκαν από κατοίκους των Πουγκακίων.

 

Εκτός από την κτηματική περιουσία το Μοναστήρι είχε και πάρα πολλά γιδοπρόβατα, άλογα, μουλάρια, νερόμυλους κ.λ.π. Το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία συμπαραστάθηκε στον αγώνα της Κλεφτουργιάς, τους παρείχε στέγη, άσυλο, τροφή και έγινε ο «προμαχώνας» των Κλεφτών – Οπλαρχηγών, μπροστά στην πορεία του Γιουσούφ Αράπη και των άλλων Τούρκων κατακτητών που έστειλε ο Αλή πασάς, να σταματήσουν την Εξέγερση των Στερεοελλαδιτών. Οι Κλέφτες και Οπλαρχηγοί της περιοχής περιφρόνησαν την αριθμητική υπεροχή των κατακτητών και τούς αντιμετώπισαν σε δύο ηρωικές μάχες στη θέση «Γραμμένη Οξυά» και στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Μετά τις μάχες αυτές το Μοναστήρι δέχθηκε την οργή του Γιουσούφ Αράπη και πνίγεται στις φλόγες (1794). Σύμφωνα με την παράδοση, εκτός από τους άλλους Κλέφτες και Οπλαρχηγούς, τρόφιμος ήταν και ο Τσάμ’(ης) Καλόγερος με το ασκέρι του, που έφθανε τα εβδομήντα παλληκάρια, ανάμεσα σ´αυτά διακρίνονταν ο Σκαλτσοδήμος και ο Αθανάσιος Διάκος. Επίσης, σύμφωνα με την παράδοση, ο Κοσμάς ο Αιτωλός στην προσπάθειά του να ιδρύσει όσο μπορούσε περισσότερα σχολεία, επισκέφθηκε το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και προέτρεψε τον Ηγούμενο να εντείνει την προσπάθειά του, στη διδαχή των νέων της περιοχής, για να κρατηθεί άσβεστη η ελληνοχριστιανική φλόγα.