Το Νεοχώρι ή Νεοχώρι Τυμφρηστού είναι ορεινό χωριό της Στερεάς Ελλάδας στην Περιφερειακή Ενότητα Φθιώτιδας.

Το Νεοχώρι βρίσκεται στα όρια με την Περιφερειακή Ενότητα Ευρυτανίας και είναι κτισμένο στις βόρειες πλαγιές του Τυμφρηστού (Βελούχι) σε υψόμετρο 800 μέτρα. Απέχει 38 χλμ. Δ. από τη Μακρακώμη, 67 χλμ. Δ.-ΒΔ. από τη Λαμία και 28 χλμ. ΒΔ. από το Καρπενήσι (οδηγικά). Αναφέρεται από τα μεσαιωνικά χρόνια ως Κοστράδα ή Κοστράδες ή Γκοστριάδα ή Κοστριά αλλά και την εποχή της Τουρκοκρατίας σε κοντινή με την σημερινή τοποθεσία. Υπήρξε εργαστήρι πολλών καλλιτεχνών στην ξυλογλυπτική και την αγιογραφία. Ως Νεοχώρι Τυμφρηστού αναφέρεται επίσημα μετά την απελευθέρωση το 1836 στο ΦΕΚ 80Α – 28/12/1836 να προσαρτάται στον τότε δήμο Τυμφρηστού. Το 1912 με το ΦΕΚ 261Α – 31/08/1912 ορίστηκε έδρα της ομώνυμης νεοϊδρυθείσας κοινότητας. Σύμφωνα με το Πρόγραμμα «Καλλικράτης» αποτελεί την τοπική κοινότητα Νεοχωρίου Τυμφρηστού που υπάγεται στη δημοτική ενότητα Αγίου Γεωργίου Τυμφρηστού του Δήμου Μακρακώμης και σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει πληθυσμό 68 κατοίκους.

Πυκνά δάση απλώνονται στους πρόποδες του βουνού, που συνεχίζονται ολόγυρα στο χωριό. Το περιζώνουν κρατώντας το μέσα σε μια ανάλαφρη στοργική αγκαλιά, επάνω σε ένα σχεδόν οριζόντιο επίπεδο πλάτωμα, με ένα μικρό ανασήκωμα πάνω στην πλατεία και στην πλαγιά του λόφου με τον Άη-Θανάση.
Όλα τα σπίτια βλέπουν προς την ανατολή. Χειμώνα-καλοκαίρι, όλες τις εποχές, μόλις ο ήλιος προβάλει στον Ασπρόκαμπο (το οροπέδιο της παλιάς Ζιώψης) ή στους Πρεγάνους (το σύδεντρο λόφο της Μερκάδας) όλα τα σπίτια του χωριού δέχονται στην πρόσοψή τους, μεμιάς τις ακτίνες του. Με την πλάτη προς το βουνό, η έκταση του χωριού -σπίτια , περιβόλια, δρόμοι- μοιάζει σαν μια πανέμορφη βεράντα, κι είναι ένα Δέλτα ανάμεσα σε δυο ποτάμια: το Κοκκινόρεμα στα νότια, τον Πετσιάλα στα βόρεια, που σμίγουν κάτω στις «Μόικες» και τη «Φυσούλα», στα ανατολικά κράσπεδα του χωριού, μέσα σε ένα σύμπλεγμα από πανύψηλες καρυδιές, περιβόλια και πλατάνους.
Στη μέση του χωριού (υψόμετρο 840μ.) απλώνεται το «Χοροστάσι», η επίπεδη πλατεία, διαμορφωμένη όμορφα, πλακόστρωτη, πάντα ολοκάθαρη. Στην άκρη της πλατείας υψώνεται η εκκλησία («Κοίμηση της Θεοτόκου») με το δικόν της ωραίο περίβολο, με τα καθίσματα τριγύρω, κάτω από το βαθύ ίσκιο των πυκνόφυλλων πλατάνων. Μια βρύση χύνει συνεχώς τραγουδιστά το κρυσταλλένιο της νερό.
Από την πλατεία δικτυώνονται όλοι οι δρόμοι του χωριού, που το διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση, αρκετά πλατείς, καλοστρωμένοι, καθαροί. Σίγουρα μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι το Νεοχώρι έχει χτισθεί με βάση ένα αξιοζήλευτο δομικό σχέδιο. Τα σπίτια είναι όλα σχεδόν διώροφα ή μονώροφα υπερυψωμένα, κατακάθαρα, όμορφα μέσα και έξω. Σκεπασμένα με κεραμίδι είναι περιτριγυρισμένα από δέντρα – μηλιές, κερασιές, κορομηλιές, καρυδιές, κληματαργιές- και λουλούδια. Δίπλα κι ανάμεσα τους ευρύχωρα περιβόλια, όπου καλλιεργούνται λαχανικά, φασόλια, καλαμπόκι και καταπράσινα τριφύλλια.